Live Κίνηση
Περισσότερα
ΔΟΚΙΜΕΣ

Aston Martin DBS Superleggera Volante VS Bentley Continental GT Convertible

Ελλάδα 21:09
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΣΥΡΕΤΕ

Aston Martin DBS Superleggera Volante VS Bentley Continental GT Convertible

ΔΟΚΙΜΕΣ

Aston Martin DBS Superleggera Volante VS Bentley Continental GT Convertible

ΔΟΚΙΜΕΣ

Αναστατώνουμε το οικοσύστημα των Αλπεων με τις 12κύλινδρες ναυαρχίδες των Aston Martin και Bentley.

Advertisement
Advertisement

To τούνελ του Gotthard αποτελεί τη συντομότερη διαδρομή από το Airolo, κοντά στα σύνορα Ελβετίας – Ιταλίας, προς το Göschenen, ένα μικροσκοπικό χωριό που αποτελεί και το τέλος της σήραγγας, 21 km πιο βόρεια. Παρακολουθούμε από ψηλά την αυξημένη κίνηση των τροχοφόρων προς τη νότια είσοδο του τούνελ, με τα εκατοντάδες φορτηγά διεθνών μεταφορών να κινούνται νωχελικά ανάμεσα σε πυκνούς καπνούς από πετρέλαιο. Εχουμε την επιλογή είτε να τα ακολουθήσουμε είτε να κινηθούμε από τον επαρχιακό δρόμο. Και φυσικά επιλέγουμε το δεύτερο, καθώς στα χέρια μας έχουμε δύο πανάκριβα βρετανικά μοντέλα, στις ανοικτές μάλιστα εκδόσεις τους, τις Bentley Continental GT Convertible και Aston Martin DBS Superleggera Volante.

Πριν από 100 χρόνια, όταν η Bentley είχε  μόλις ιδρυθεί και η Aston Martin συμπλήρωνε έξι χρόνια ιστορίας, δεν υπήρχαν σήραγγες στην Ελβετία. Υπήρχε μόνο το Gotthard Pass, χαραγμένο σε μια βουνοπλαγιά των Αλπεων, επάνω στον άξονα που συνδέει το νότιο με το βόρειο τμήμα της Ελβετίας, φτάνοντας σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 2.100 m. Ναι, αποτελεί τη μακρύτερη διαδρομή, ναι έχει σχετικά υψηλό βαθμό επικινδυνότητας, αλλά δεδομένου ότι οδηγούμε 12κύλινδρα κάμπριο grand turismo μοντέλα θεωρήσαμε επιβεβλημένη την επιλογή του διάσημου για τους λάτρεις της οδήγησης περάσματος.

Advertisement
Advertisement

Να ’μαστε λοιπόν, με απενεργοποιημένα τα navi, ανοικτές τις οροφές και ξεκινάμε. H Aston Martin κροταλίζει σε κάθε πάτημα του γκαζιού. Η Bentley δείχνει πιο εξημερωμένη, δείχνοντάς μας το πόσο διαφορετικό χαρακτήρα διαθέτει σε σχέση με την DBS, παρότι ανήκει στην ίδια κατηγορία. Αμφότεροι οι κατασκευαστές τους έχουν να επιδείξουν μια μεγάλη παράδοση στους τομείς της πολυτέλειας και των premium υλικών που χρησιμοποιούν για τα μοντέλα τους, ενώ τα πανέμορφα οχήματα που έχουμε στη διάθεσή μας διαθέτουν κοινά γνωρίσματα, όπως τους 12κύλινδρους, διπλά υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες και τις εξαιρετικές επιδόσεις που προσφέρουν. Μπορεί βέβαια να παρουσιάζουν ομοιότητες σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφία κατασκευής τους, αλλά είναι πολύ διαφορετικά στη χρήση τους. Στις δύο ημέρες επί ελβετικού εδάφους ανακαλύψαμε τόσο τα πλεονεκτήματά τους όσο και τα αδύναμα σημεία τους.

Advertisement

Η συγκεκριμένη Aston Martin αποτελεί τη ναυαρχίδα της εταιρείας από το Gaydon και όχι άδικα. Βασισμένη στην DB11 AMR, η κορυφαία DBS φέρει τα λογότυπα «Volante» και «Superleggera», με το πρώτο να αποκωδικοποιεί ήδη από το 1965 τις κάμπριο εκδόσεις της φίρμας και το δεύτερο να τιμά τον θρυλικό Ιταλό καροσερίστα Carrozzeria Touring Superleggera καθώς και την χρησιμοποίηση ελαφρών υλικών όπως το αλουμίνιο, θυμίζοντας την κατασκευή της DB4 με το σωληνωτό χαλύβδινο πλαίσιο  που υποστήριζε αμάξωμα από κράμα αλουμινίου και μαγνησίου. Πάντως η DBS μόνο «πανάλαφρη», όπως μεταφράζεται αυτολεξεί η λέξη «Superleggera», δεν είναι, καθώς παρά την εκτενή χρήση ανθρακονήματος στο αμάξωμα, το βάρος της αγγίζει τα 1.890 kg, όντας βαρύτερη κατά 170 kg σε σχέση με την αντίστοιχη κουπέ DBS  αλλά ελαφρύτερη (-72 kg) από την DB11 AMR. Αξια αναφοράς είναι και η κάθετη αεροδυναμική πίεση που ασκείται (downforce), η οποία φτάνει τα 177 kg, μόλις τρία λιγότερα από την κουπέ έκδοση. Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν η διακριτική carbon αεροτομή και ο πίσω διαχύτης.

Advertisement

Κάτω από το εμπρός καπό της DBS Superleggera Volante οι μηχανικοί της Aston Martin τοποθέτησαν ένα V12 twin-turbo μοτέρ 5,2 lt που αποδίδει στην προκειμένη περίπτωση 725 PS και 91,7 kgm ροπής, τη στιγμή που η DB11 AMR με τον ίδιο κινητήρα αποδίδει χαμηλότερη κατά 86 PS ισχύ και αντίστοιχα μικρότερη κατά 20,7 kgm ροπή. Προσθέστε στα παραπάνω τον άξονα μετάδοσης που κατασκευάζεται από ανθρακονήματα και την πιο κοντή τελική σχέση μετάδοσης του αυτόματου κιβωτίου της ZF. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις ακαριαίες επιταχύνσεις εν κινήσει, ανεξαρτήτως ποια σχέση έχετε επιλέξει, με τη δύναμη να εμφανίζεται από πολύ χαμηλά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για ταχύτητες από 80 στα 160 km/h χρειάζεται μόλις 4,2”.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στη ρύθμιση του πλαισίου και τον υπεύθυνο εξέλιξής του, Matt Becker, ο οποίος στο παρελθόν είχε μακρά συνεργασία με τη Lotus. Συγκριτικά με την DB11, η απόσταση από το έδαφος της DBS Volante είναι μειωμένη κατά 5 mm, ενώ έχουν αυξηθεί οι γωνίες κάμπερ των εμπρός και πίσω τροχών, το ηλεκτρικό τιμόνι διαθέτει μεταβλητό βήμα υποβοήθησης, ενώ υπάρχει ηλεκτρονικό torque vectoring βασισμένο στα φρένα, καθώς και μεγαλύτεροι τροχοί 21”, τοποθετημένοι σε ελαστικά με φαρδύτερο κατά 10 mm πέλμα. Στον βασικό εξοπλισμό ανήκουν και τα carbon-κεραμικά δισκόφρενα. Πάντως, όλα τα παραπάνω εκτοξεύουν την τιμή της Superleggera Volante στα €250.000, την ώρα που η Continental GT κοστίζει σχεδόν €60.000 λιγότερο.

Μιλώντας για την τελευταία, υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για την ανοικτή εκδοχή του βρετανικού 2+2 GT μοντέλου, που αισίως μπήκε στην 3η γενιά. Ο 6ίτρος W12 κινητήρας  με τη βοήθεια διπλού υπερτροφοδότη αποδίδει 635 PS και παρόμοια ροπή (91,7 kgm) με της Aston Martin. Παρά το εντελώς αλουμινένιο αμάξωμα, η «Conti» ζυγίζει σχεδόν 2,5 τόνους. Σημειωτέον είναι κατά 80 kg ελαφρύτερη από την προηγούμενη γενιά, ενώ έχει ενισχυθεί η στρεπτική ακαμψία κατά 5%. Ναι, είναι λιγότερο ισχυρή και αρκετά πιο βαριά από την αντίπαλό της αλλά δείχνει και είναι ουσιαστικά πιο πολυτελής. Σχεδιαστικά -και παρά τα χρονάκια της στην αγορά- δεν χάνει τη φρεσκάδα της. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι η γραμμή που ακολούθησε η ομάδα των σχεδιαστών δεν διαφοροποιήθηκε ριζικά, όντας αρκετά συγκρατημένη και άμεσα αναγνωρίσιμη. Το αποτέλεσμα παραμένει εντυπωσιακό, με το εμπρός μέρος του αυτοκινήτου να παραπέμπει στο πρωτότυπο EXP10 Speed 6, ενώ πίσω τα παραλληλόγραμμα φωτιστικά σώματα αντικαταστάθηκαν από πιο «φινετσάτα» ελλειψοειδούς σχεδίασης. Τη macho εμφάνιση συμπληρώνουν οι προαιρετικοί τροχοί 22”. Η αισθητική κομψότητα συμπληρώνεται από την υιοθέτηση σοφιστικέ μηχανικών τμημάτων που δίνουν έμφαση στην άνεση του ταξιδιού. Για παράδειγμα, η αναβαθμισμένη ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση με τα μεγαλύτερα σε όγκο αέρα αμορτισέρ, οι ενεργές αντιστρεπτικές που παίρνουν ενέργεια από ένα ξεχωριστό σύστημα 48V, όπως συμβαίνει άλλωστε και με την Bentayga, και μειώνουν τις κλίσεις του αμαξώματος, η ενεργή  τετρακίνηση, τα τεραστίων διαστάσεων εμπρός δισκόφρενα (420 mm) με 10πίστονα έμβολα και μια ατελείωτη λίστα συστημάτων υποβοήθησης.

Advertisement

Πατώντας τον διακόπτη start έρχεται σε λειτουργία ο W12 κινητήρας και ακολουθεί το αντίστοιχο μπουτόν για την αναδίπλωση της μαλακής οροφής, η οποία διαθέτει μηχανισμό σχήματος Z. Για να αποκαλυφθεί το πολυτελές εσωτερικό, χρειάζονται μόλις 19”, ακόμα και όταν το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα σχεδόν 50 km/h. Κατόπιν, ο οδηγός μπορεί απολαύσει τη διαδρομή με τη συνδρομή των εκπληκτικά άνετων καθισμάτων, που περιλαμβάνουν και λειτουργία μασάζ, του προαιρετικού συστήματος θέρμανσης για τον αυχένα και τα θερμαινόμενα μπράτσα.
Νωρίτερα μέσα στην ημέρα αποφάσισα να οδηγήσω την Aston Martin και οι πρώτες εντυπώσεις μου μπαίνοντας στο εσωτερικό ήταν εξαιρετικές. Η αίσθηση που μου άφησε η καμπίνα είναι διαφορετική σε σχέση με της Bentley, καθώς διαθέτει έναν σαφώς πιο σπορ προσανατολισμό, ο οποίος ξεκινά από τη σχεδίαση των καθισμάτων και τη χαμηλά τοποθετημένη θέση οδήγησης. Η οροφή εδώ αναδιπλώνεται πιο γρήγορα (14”) και τακτοποιείται μέσα στον χώρο αποσκευών χωρίς να αλλοιώνει τα πανέμορφα καπούλια του αυτοκινήτου. Βέβαια οι χώροι για τους πίσω επιβάτες και τις αποσκευές είναι εξαιρετικά περιορισμένοι.

Στους στενούς δρόμους της Ζυρίχης, η Aston Martin έδειχνε νωχελική και δυσκίνητη, καθώς οι μεγάλες διαστάσεις της και το χαμηλό ύψος μού προκαλούσαν άγχος στην προσπάθεια αποφυγής διάφορων εμποδίων, όπως τα ψηλά κράσπεδα και οι ράγες του τραμ. Αλλά μετά από λίγα λεπτά συνήθισα τον όγκο του αμαξώματος, ενώ η ομαλή λειτουργία του αυτόματου κιβωτίου και η κορυφαία ανάρτηση βοήθησαν τα μέγιστα στο να απολαύσω τη διαδρομή μέχρι την κοιλάδα του Urseren και το παραδοσιακό χωριό-παράδεισο των χιονοδρόμων, Andermatt. Είναι όμως καλύτερη από την DB11 AMR; Συγκρίνοντας την εικόνα του εσωτερικού ή την αίσθηση του συστήματος διεύθυνσης δεν είμαι τόσο σίγουρος. Οδηγικά είναι άλλο αυτοκίνητο. Καταδιώκοντας την Bentley, στον εντυπωσιακό στριφογυριστό δρόμο, διάσημο ανά τον κόσμο για τις επικίνδυνες «κλειστές» στροφές, Oberalp Pass, μέχρι το χωριό Rueras όπου και διανυκτερεύσαμε, η DBS δείχνει εξαρχής τον χαρακτήρα της.

Γίνεται ξεκάθαρο ότι όσο και να την πιέσεις παραμένει ακλόνητη, με το τιμόνι να έχει το σωστό βάρος και να πληροφορεί τον οδηγό με ακρίβεια πού βρίσκεται το μπροστινό μέρος. Η εμπιστοσύνη αυξάνεται στροφή με στροφή, ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζουν και τα carbon-κεραμικά φρένα που σημειώνουν εξωπραγματικές τιμές επιβράδυνσης και δεν χάνουν ποτέ την απόδοσή τους. Αυτό όμως που μας έλειπε ήταν η απόκριση του κινητήρα στις χαμηλές rpm, καθώς θα πρέπει το στροφόμετρο να ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο των 3.000 rpm. Από εκεί και μετά, όταν «ξυπνάνε» τα δύο turbo και μέχρι τις 6.500 rpm, ο οδηγός νιώθει τη δίχως τέλος δύναμη που πηγάζει από το μοτέρ της AMG. Στις κλειστές στροφές, η υποστροφή παρουσιάζεται στιγμιαία στην περίπτωση που ο χειριστής αφήσει ελάχιστα το πόδι του από το γκάζι και σταματήσει η περιστροφή των υπερσυμπιεστών, η οποία μετατρέπεται σε παιχνίδισμα της ουράς όταν το πατήσει και πάλι απότομα. Για τη βέλτιστη οδική συμπεριφορά και απόλαυση, η νέα DBS Superleggera διαθέτει ενεργητική ανάρτηση τριών θέσεων (GT, Sport, Sport Plus). H πρώτη είναι ιδανική για κίνηση στον αυτοκινητόδρομο αλλά δείχνει τα τρωτά της σημεία στις απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, καθόσον δεν μπορεί να διαχειριστεί την μεταφορά βάρους. Με την επιλογή «Sport» η ανάρτηση γίνεται πιο σφιχτή, αλλά η Sport PLus αποτελεί την καλύτερη επιλογή σε ορεινές, γεμάτες καμπές διαδρομές, ενώ παράλληλα η ηλεκτρική κρεμαγέρα αποκτά καλύτερη αίσθηση και περισσότερο βάρος.

Μετά από ατέλειωτα χιλιόμετρα δυνατών συναισθημάτων και μπόλικης αδρεναλίνης απολαμβάνουμε τα γραφικά χωριουδάκια των Αλπεων και τον δροσερό βραδινό αέρα. Την επόμενη μέρα κατευθυνόμαστε νοτιότερα, προς το Gotthard Pass. Σειρά έχει τώρα η Bentley. Μια πρώτη ματιά στον διάκοσμο μα δημιουργεί την απορία γιατί υπάρχει αυτή η σημαντική διαφορά στην τιμή των δύο μοντέλων, καθώς οδηγός και επιβάτες έχουν στη διάθεσή τους επενδύσεις από γνήσιο ξύλο, νέα εργονομικά καθίσματα, ρυθμιζόμενα σε 20 διαφορετικές θέσεις με ανάγλυφες πλάτες και σύστημα μασάζ, πίνακα οργάνων με τρισδιάστατη ψηφιακή απεικόνιση και ηχοσύστημα 650 Watt με 10 ηχεία. Φυσικά αυτό που ξεχωρίζει είναι η 12,3” υψηλής ευκρίνειας οθόνη, η οποία μπορεί να περιστραφεί γύρω από τον άξονά της, προβάλλοντας τρία στρογγυλά αναλογικά όργανα (θερμοκρασία, πυξίδα και χρονόμετρο), καθώς επίσης και μια λεπτή ξύλινη επιφάνεια πάχους μόλις 0,5 mm.

H Bentley σε σχέση με την Aston Martin είναι πιο εύκολη στον χειρισμό της. Οι αποκλειστικά δύο πίσω επιβάτες κάθονται πιο άνετα, ενώ οριακά μεγαλύτερος είναι και ο χώρος αποσκευών. Επίσης υπάρχει η δυνατότητα μέσω της αερανάρτησης να αυξηθεί η απόσταση από το έδαφος στην περίπτωση αποφυγής κάποιων κακοτεχνιών του δρόμου, χωρίς να «τραυματιστεί» το εμπρός σπλίτερ. Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί το άμεσο και εξαιρετικά ακριβές σύστημα διεύθυνσης. Βρισκόμαστε στο παλιό τμήμα του Gotthard Pass, με την πλακόστρωτη επιφάνειά του και τη φιδωτή χάραξή του με τις άπειρες φουρκέτες. Εδώ, το φιλήσυχο περιβάλλον των προηγούμενων ημερών αλλάζει άρδην με την ηχητική συμφωνία των 24 κυλίνδρων. Σε κάποια γρήγορα σημεία αντιλαμβανόμαστε κάποιους ανεξήγητους αεροδυναμικούς θορύβους τόσο στην DBS όσο και στην Continental GT. Στη μεν πρώτη προέρχονται από τη μαλακή οροφή, στη δε Bentley ο έντονος θόρυβος του αέρα επικεντρώνεται γύρω από το πλαϊνό παράθυρο του οδηγού, αντικρούοντας τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι τα επίπεδα θορύβου στην ανοικτή Continental GT είναι παρόμοια με την προηγούμενης γενιάς κουπέ έκδοσης.

Λίγο μετά το ερημικό χωριό Bedretto ο δρόμος αρχίζει να ανηφορίζει απότομα. Υπάρχουν κάθε λογής φουρκέτες, απειλητικοί βράχοι και μόνο μια λεπτή λωρίδα μετάλλου στον ρόλο της προστατευτικής μπαριέρας. Απολαμβάνω την άμεση απόκριση του κινητήρα της Bentley αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω από την επιθετική μουσούδα της DBS που μου γεμίζει τους καθρέφτες. Η αίσθηση που μου αφήνει ο W12 είναι περίεργη. Είναι σαφώς πιο αποδοτικός στις πολύ χαμηλές rpm από τον ανταγωνιστή του και λειτουργεί πιο γραμμικά. Αλλά την ίδια στιγμή είναι αδιάφορος ηχητικά και δεν συναρπάζει με την εκρηκτικότητά του συγκρινόμενος με την κουπέ Continental GT, κάτι που αναμφίβολα οφείλεται στα επιπλέον 170 kg του αμαξώματος. Ωστόσο η βελτιωμένη δυναμική του αυτοκινήτου παραμένει αναλλοίωτη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Continental αποτελεί ένα gran turismo μοντέλο με σπορ χαρακτηριστικά. Οι ηλεκτρονικά ελεγχόμενες αντιστρεπτικές εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του αμαξώματος, η αερανάρτηση προσφέρει την ανάλογη άνεση και σταθερότητα και τα ηλεκτρονικά  βοηθήματα είναι σωστά ρυθμισμένα. Πατώντας βαθιά το πόδι στο γκάζι οι αλλαγές των σχέσεων στο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη γίνονται αστραπιαία, με την τετρακίνηση να κάνει άριστα το έργο της, σπρώχνοντας ιδανικά το βαρύ αμάξωμα. Με απενεργοποιημένο το ESP η λειτουργία της αυτόματης αλλαγής σχέσεων παύει να υφίσταται και το εξελιγμένο ηλεκτρονικό σύστημα τετρακίνησης μεταφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό ροπής στους πίσω τροχούς. Πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση το κιβώτιο δείχνει απρόθυμο να διαχειριστεί τις γρήγορες αλλαγές, ιδίως τα κατεβάσματα από 3η σε 2η.

Μετά από δύο μέρες σε αυτoκινητόδρομους, ορεινά περάσματα και διαδρομές σε αστικό περιβάλλον, η Continental GT Convertible αναδεικνύεται ως το αυτοκίνητο με τα περισσότερα πλεονεκτήματα. Είναι πιο ευρύχωρο και άνετο και λιγότερο αγχωτικό στην καθημερινή χρήση. Εχει καλύτερο φινίρισμα, πιο πλούσιο εξοπλισμό και ισορροπεί σε ιδανικό βαθμό τις εξαιρετικής πιστότητας χειροποίητες λεπτομέρειες με το υψηλό επίπεδο τεχνολογίας, κάτι που λείπει από την DBS Superleggera Volante. Είναι επίσης πιο φθηνό και πολύ ευχάριστο στην οδήγηση κάτω από όλες τις συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η Aston Martin εστιάζει περισσότερο σε τομείς όπως ο πανέμορφος σχεδιασμός του αμαξώματος και ο πιο «γεμάτος» κινητήρας. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ανάμεσα στα δύο η Bentley είναι το πληρέστερο αυτοκίνητο και η πιο λογική αγορά.

TECH

Aston Martin DBS Superleggera Volante
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: 5.204 cc, V12, twin-turbo, 725 PS/6.500 rpm, 91,7 kgm/1.800-5.000 rpm
ΚΙΒΩΤΙΟ: ΑΥΤΟΜΑΤΟ, 8 ΣΧΕΣΕΩΝ
ΜΕΤΑΔΟΣΗ: ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΩ ΤΡΟΧΟΥΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ: ΔΙΠΛΑ ΨΑΛΙΔΙΑ (E) / ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ (Π)
0-100 KM/H: 3,6”
ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 338 km/h
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: 14,0 lt/100 km
CO2: 295 g/km
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (Μ/Π/Y): 4.715/1.942/1.295 mm
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 2.805 mm
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ: 224 lt
ΒΑΡΟΣ: 1.863 kg
ΤΙΜΗ: Από €249.590

Bentley Continental GT Convertible
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: 5.950 cc, W12, twin-turbo, 635 PS/6.000 rpm, 91,7 kgm/1.350-4.500 rpm
ΚΙΒΩΤΙΟ: ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΔΙΠΛΟΥ ΣΥΜΠΛΕΚΤΗ, 8 ΣΧΕΣΕΩΝ
ΜΕΤΑΔΟΣΗ: ΣΤΟΥΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΡΟΧΟΥΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ: ΔΙΠΛΑ ΨΑΛΙΔΙΑ (E) / ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ (Π)
0-100 KM/H: 3,8”
ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 333 km/h
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: 14,8 lt/100 km
CO2: 336 g/km
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (Μ/Π/Y): 4.850/2.187/1.399 mm
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 2.851 mm
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ: 235 lt
ΒΑΡΟΣ: 2.414 kg
ΤΙΜΗ: Από €199.000

Διαβάστε ακόμα:

Bentley: Αμιγώς “ηλεκτρική” μέχρι το 2030

Το εντυπωσιακό πρωτότυπο Aston Martin V12 Speedster