Live Κίνηση
Περισσότερα
ΝΕΑ

Greek Mafia στην Αμερική: Οι «αόρατοι» νονοί

Ελλάδα 0:58
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΣΥΡΕΤΕ

Greek Mafia στην Αμερική: Οι «αόρατοι» νονοί

ΝΕΑ

Greek Mafia στην Αμερική: Οι «αόρατοι» νονοί

ΝΕΑ

Τα πλοκάμια της Greek Mafia από την εποχή του Τζον Γκότι σε Νέα Υόρκη, Λας Βέγκας, Σικάγο και Φιλαδέλφεια.

Advertisement
Advertisement

Τα βιβλία και τα περισσότερα δημοσιεύματα τους χαρακτηρίζουν ως οι «αόρατοι νονοί», αυτοί που κινούνται στις σκιές εδώ και δεκαετίες δρώντας κάτω από την ομπρέλα διαβόητων Ιταλικών οικογενειών της Αμερικάνικης Μαφίας.

Από την Νέα Υόρκη, την Φιλαδέλφεια, το Σικάγο και την Βοστόνη μέχρι το Λας Βέγκας ομογενείς Έλληνες μαφιόζοι έκαναν κουμάντο και δεν αστειεύονταν.

Τοκογλυφία, παράνομος τζόγος, στημένα παιχνίδια, ναρκωτικά και στριπτιζάδικα ήταν οι αγαπημένες ασχολίες των σιωπηλών συνεταίροι (silent partners) όπως χαρακτηρίζει τους Έλληνες μαφιόζους στο βιβλίο του «Mafia Tales-The Greek Syndicates» ο συγγραφέας Nick Christofers. Ήταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα χωρίς να φαίνονται ενίοτε σε έναν χώρο που σπάνια συγχωρεί λάθη, αβλεψίες και παραλείψεις.

Advertisement
Advertisement

«Έχουμε υποστεί πλύση εγκεφάλου για να πιστέψουμε ότι η Μαφία έχει δημιουργηθεί μόνο από τους Ιταλούς, αλλά αυτός ο μύθος αποδείχτηκε όχι και τόσο αληθινός» γράφει επισημαίνοντας: «Πολλά γκρουπ από διάφορες εθνικότητες είτε κατάφεραν να ταιριάξουν με τη μαφία είτε δούλεψαν παρασκηνιακά. Μετά υπήρξε η πιο “λαθραία” ομάδα, για την οποία οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε, οι Έλληνες».

Ο συγγραφέας τονίζει ότι η κοινή γνώμη συνέδεε πάντα τους Έλληνες ως μαγαζάτορες, ιδιοκτήτες εστιατορίων ή ακόμη και στριπτιζάδικων «όμως όπως συμβαίνει σε κάθε εθνικότητα, υπήρχε μια μερίδα που προτιμούσε να ζήσει στην παρανομία».

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ξεδιπλώνονται ιστορίες για μικρές ομάδες ή άτομα αυτής της μερίδας που «δούλευαν» κάτω από την ομπρέλα της παντοδύναμης Ιταλικής Μαφίας.

Advertisement

Κάποιοι ζουν, κάποιοι είναι στη φυλακή οι περισσότεροι όμως δολοφονήθηκαν όταν επιχείρησαν να «πετάξουν» πιο ψηλά, ή μπήκαν στο μάτι μαφιόζων όπως ο Άντονι Σπιλότο που ήταν αδίστακτος και οι οικογένειες τον είχαν τοποθετήσει στο Λας Βέγκας για να προστατεύει τα συμφέροντα και τις παχυλές εισπράξεις.

Τον χαρακτήρα του Σπιλότο είχε ερμηνεύσει στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Καζίνο» ο Τζο Πέσι ως Νίκι Σαντόρο με ατάκες και σκηνές βίας που έγραψαν κινηματογραφική ιστορία.

Advertisement

Μόνο που οι αληθινές ιστορίες γύρω από τους Έλληνες μαφιόζους και τη δράση τους στις ΗΠΑ είναι το ίδιο συναρπαστικές και γεμάτες από επεισόδια που παραπέμπουν σε ταινία.

Ο Σακαφλιάς της Νέας Υόρκης

Advertisement

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 όταν ο Τζον Γκότι αρχηγός της διαβόητης οικογένειας Γκαμπίνο-μια από τις πέντε που διοικούσαν τη Μαφία στην Αμερική-περπάταγε στο Κουίνς μαζί με δύο «συνεργάτες» του.

Όταν ο ένας τον ρώτησε τι θα κάνουν με κάποιους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που κυκλοφορούσαν στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά για προστασία από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις ο νονός ήταν κάθετος.

«Να μην κάνετε τίποτε» απάντησε ο Γκότι. «Θα ασχοληθούν οι Έλληνες μαζί τους» προφανώς επειδή ήξερε ότι οι «Έλληνες», ειδικά ένας που γνώριζε πολύ καλά, δεν αστειεύονται.

Αυτός ο ένας ήταν ο Σπύρος Βελέντζας, κολλητός του φίλος από τότε που ήταν έφηβοι και μεγάλωναν στο Κουίνς και στην Αστόρια για να γίνουν τελικά μαφιόζοι.

Πλησιάζοντας τα 90 του του χρόνια σήμερα, ο νονός της Ελληνικής Μαφίας στη Νέα Υόρκη, εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών από το 1992, μετράει ήδη 27 χρόνια στην φυλακή και είναι αυτός που ανοίγει το βιβλίο «Mafia Ties-The Greek Syndicates»

Η ζωή του παραπέμπει σε ταινίες όπως «Τα καλά παιδιά» με μαφιόζους που μεγαλώνουν μαζί, που στήνουν δουλειές και που τιμούν την φιλία.

Πάνω απ’ όλα όμως τιμούν την ομερτά, προτιμώντας όταν τους συλλάβουν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, αρνούμενοι να συνεργαστούν με το FBI και την αστυνομία.

Ο «Σακαφλιάς» όπως αποκαλούσαν τον Βελέντζα, επέλεξε να μην μιλήσει  και να μην αποκαλύψει τις συναλλαγές του για δεκαετίες με την διαβόητη οικογένεια των Λουκέζε ή να «δώσει» μαφιόζους.

Όταν το 1992 δικάστηκε για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς ο εισαγγελέας πρότεινε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να προσθέσει στα οχτώ χρόνια φυλάκισης του Βελέντζα και την ποινή για την δολοφονία του  μαφιόζου Σάμι Νάλο.

Ο Έλληνας νονός αρνήθηκε την τελευταία κατηγορία και ζήτησε να δικαστεί ξεχωριστά για την υπόθεση, σίγουρος ότι θα αθωωθεί στην δίκη, μόνο που αυτή την φορά πόνταρε λάθος και το τίμημα που πληρώνει ακόμη αποδείχθηκε πολύ ακριβό.

Οι κολλητοί γκάνγκστερ

Η φράση «τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη κι όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες» φέρεται να είναι μια από τις αγαπημένες του Βελέντζα, του Έλληνα νονού της Νέας Υόρκης, που μετράει πλέον πάνω από τρεις δεκαετίες πίσω από τα σίδερα της φυλακής στο Άλενγουντ.

Ξέρει ότι περίπτωση αποφυλάκισης δεν υφίσταται γι’ αυτόν.

Ο Βελέντζας ήταν 14 ετών όταν είδε την Βοστώνη για πρώτη φορά και μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη και τις αδερφές του, στους κόλπους μιας οικογένειας που τους παρείχε ότι καλύτερο μπορούσε.

Ο πατέρας του είχε ανοίξει ένα εστιατόριο, το οποίο πούλησε λίγα χρόνια  αργότερα και το 1950 μετακόμισε μαζί με την φαμίλια του στη Νέα Υόρκη.

Εγκαταστάθηκαν στην Αστόρια και ο έφηβος πια Σπύρος, που δεν «πέθαινε» για το σχολείο, άνοιξε γρήγορα ένα καφέ με τις πλάτες του Πήτερ Κουράκος, που ήταν κάτι σαν ο Δον των Ελλήνων μαφιόζων.

Στο καφέ, τα τυχερά παιχνίδια, όπως το μπαρμπούτι και το πόκερ έδιναν κι έπαιρναν, ενώ όταν ο Βελέντζας εκτελούσε χρέη οδηγού του Κουράκος και τον πήγαινε σε συναντήσεις με νονούς της Μαφίας, ο αδερφός του Τζίμης πρόσεχε το μαγαζί.

Σημαντική παράμετρος: Ο Έλληνας πλήρωνε 10.000 δολάρια τον μήνα στην οικογένεια Λουκέζε-μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Μαφίας στις ΗΠΑ-για προστασία και φρόντιζε να μην καθυστερεί ποτέ την καταβολή τους.

Όταν γνωρίζει τον Τζον Γκότι, νεαρό «στρατιώτη» ακόμη της οικογένειας Γκαμπίνο, ο Σπύρος είναι γύρω στα τριάντα και υπαρχηγός του Κουράκος. Ο μετέπειτα Capo di tutti capi -το αφεντικό των αφεντικών- συμπαθεί από την πρώτη στιγμή τον Έλληνα μετανάστη, παρόλο που ο ίδιος δουλεύει για τους Γκαμπίνο.

Όταν ο Κουράκος πεθαίνει, ο Βελέντζας παίρνει το χρίσμα από τους Λουκέζε να αναλάβει τα ηνία της Ελληνικής Μαφίας και αποδεικνύεται πανέξυπνος.

Στο καφέ συχνάζει ο Τζον Γκότι που παίζει χαρτιά με τον κολλητό του πλέον Σπύρο, ο οποίος αρχίζει να επεκτείνει τις δουλειές του στην Αστόρια και στο Κουίνς.

Στήνει παράνομες λέσχες, χορηγεί δάνεια με τόκο στους άρρωστους τζογαδόρους, ανοίγει γραφείο ταξιδίων, ιταλικό εστιατόριο και φούρνο που πουλάει μπέϊγκελς, φρέσκο ψωμί και γλυκά.

Το χρήμα ρέει άφθονο και ο Έλληνας Νονός έχει πλέον χρόνο για να παίζει στον ιππόδρομο και να πετάγεται για δείπνα στην «Μικρή Ιταλία» στο Μπρονξ ή στο Μπρούκλιν με τον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο και τον Πιτ Τσιόντο.

Οι σφαίρες και ο καυγάς με τον Γκότι

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Σπύρος Βελέντζας είναι ο Έλληνας Δον της Αστόρια που αρχίζει να ενοχλεί κάποιους με την άνοδό του.

Θα το διαπιστώσει ένα βράδυ που θα δεχθεί επίθεση καθώς γυρίζει σπίτι του, εκεί όπου τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά, αλλά θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο.

Η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για τη διεκδίκηση μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που  δεν μέτρησε σωστά ότι «ενοχλεί» μια πολύ ισχυρή φαμίλια.

Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της Μαφίας ήταν ο Έλληνας νονός φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμι Γκραβάνο που υπέκλεψε το FBI, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

«Τον ξέρω καλά τον Σπύρο» λέει ο Γκότι. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων» συμπληρώνει και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα».

Μόνο που όσο καλά και αν τον ήξερε, όσο φίλοι και αν ήταν, ο Γκότι που είχε πλέον βγάλει από την μέση τον Πολ Καστελλάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του.

Με την καθοδήγηση του Τσιόντο, άνοιξε μια λέσχη για μπαρμπούτι και άλλα τυχερά παιχνίδια, λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι για μπακαρά.

Ο Νονός έγινε έξαλλος με τον Έλληνα και τότε εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι θα του κόψω το γαμ….ο του κεφάλι!!».

Ο Γκραβάνο ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα και τον έβαλε να ζητήσει συγνώμη από τον Γκότι.

Η γιορτή και η δολοφονία

Στη μία και μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ποτέ ο Έλληνας μαφιόζος τον Οκτώβριο του 1994 μέσα από την φυλακή, παραδέχθηκε πολλά για τη δράση του.

«Ήμουν ο βασιλιάς με τον δικό μου τρόπο ανάμεσα στους Έλληνες» θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη.

«Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Έκανα buisiness στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια αλλά έβγαλα τα πολλά λεφτά από τον τζόγο».

Κατά την διάρκεια της πορείας του στον κόσμο της Μαφίας, ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή.

Δύο τουλάχιστον Έλληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά.

Αμφότεροι έδωσαν το παρόν στην γιορτή του Έλληνα μαφιόζου, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη, που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη.

Κάποια στιγμή ο Σπύρος χορεύει ζεϊμπέκικο και οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι του πετάνε ρολά με εκατοδόλλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο ένας εκ των δύο προαναφερθέντων Ελλήνων πατάει και τραβάει προς το μέρος του με τρόπο!

Λίγα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα λάβει χώρα η δολοφονία του Νάλο που θα αλλάξει για πάντα την ζωή του και θα τον στείλει ισόβια.

Ο «Νικ δε Γκρικ» και ο Σπιλότρο του «Καζίνο»

Ο Christofers περιγράφει διεξοδικά στο βιβλίο του αλλά και σε άρθρα που έχει γράψει κατά καιρούς τον βίο και την πολιτεία Ελλήνων μαφιόζων σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ.

Εξέχουσα θέση κατέχει ο Νικ «Δε Γκρικ» Σιμπόνις που έδρασε στο Λος Άντζελες υπό την καθοδήγηση του Τζίμι «Ο νυφίτσας» Φρατιάννο, που ήταν ο τοπικός αρχηγός της Μαφίας.

Όταν κάποιος χαμηλόβαθμος  μαφιόζος ενόχλησε τον Έλληνα φίλο του ζητώντας προμήθεια από την χαρτοπαικτική λέσχη που είχε ο Νικ, αυτός του το είπε και ο τύπος εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Όμως ο «Νικ Δε Γκρικ» έμελλε να γίνει κολλητός με τον Άντονι Σπιλότο τον άγριο μαφιόζο που «μεγαλούργησε» με τα έργα και τις ημέρες του στο Λας Βέγκας και το πορτραίτο του υποδύθηκε με άλλο όνομα (Νίκι Σαντόρο) ο Τζο Πέσι στο «Καζίνο».

Μαζί του φέρεται να έλαβε μέρος σε ουκ ολίγα «χτυπήματα» με σημαδεμένες τράπουλες -ο Σιμπόνις ήταν μέγιστος χαρτοπαίκτης-εκβιασμούς και κλοπές, έχοντας πάντα τον ρόλο που του επέτρεπε να κινείται στην σκιά.

Κάποια στιγμή ο Φατριάννο θέλησε να ανοίξει το δικό του καζίνο στο Λας Βέγκας, για την ακρίβεια είχε πάθει εμμονή, και ο Νικ Σιμπόνις προσφέρθηκε να βοηθήσει το παλιό του αφεντικό.

Παρόλο που o Έλληνας μίλησε στα μεγάλα αφεντικά, αυτά δεν δέχτηκαν να χρηματοδοτήσουν με 2.000.000 δολάρια το φιλόδοξο σχέδιο του «Νυφίτσα» που ναυάγησε πριν καν αρχίσει.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, η τύχη του Νικ Δε Γκρικ που είχε αρχίσει να του γυρίζει την πλάτη στέρεψε, όταν συνελήφθη και μετά από δίκη φυλακίσθηκε.

Τα ίχνη του έχουν χαθεί έκτοτε, ενώ ο φίλος του Άντονι Σπιλότρο που σκόρπισε τον τρόμο στο Λας Βέγκας, αποχαιρέτησε τα εγκόσμια μαζί με τον αδερφό του Μάικλ.

Ως είθισται στον χώρο τα μεγάλα αφεντικά αποφάσισαν να τον κάνουν «παράδειγμα» προς αποφυγή και τον σκότωσαν μαζί με τον αδερφό του Μάικλ στις 14 Ιουνίου του 1986, χτυπώντας τα δύο αδέρφια μέχρι θανάτου με μεταλλικά μπαστούνια του μπέιζμπολ.

Τους έθαψαν ενώ ξεψυχούσαν σε ένα καλαμποκοχώραφο της Ιντιάνα και τα πτώματα τους βρέθηκαν στις 22 του μήνα από έναν αγρότη που παρατήρησε το φρέσκο χώμα.

Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στον ελεύθερο τότε Νικ Δε Γκρικ, που κατάλαβε ότι οι μέρες του στην πόλη της αμαρτίας έφταναν στο τέλος τους.

Το βαρέλι, ο Τζόνι Πάππας και ο Γκας Άλεξ

Την 1η Μαίου του 2022, ένα γκρουπ από χαρούμενους τουρίστες ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σε ένα μικρό πλοίο, για μια κρουαζιέρα στη λίμνη Μιντ μέχρι το φράγμα του Χούβερ. Οι φωνές και οι συζητήσεις διακόπηκαν ξαφνικά από μια κραυγή που ήρθε  από την παρακείμενη παραλία και όταν ένας μπάρμαν από το πλοίο έφτασε στο σημείο, είδε μια παρέα ανθρώπων να κοιτάει ένα σάπιο βαρέλι πετρελαίου.

Μέσα υπήρχαν τα απομεινάρια ενός ανθρώπου, ο σκελετός του και κάποια ξέφτια που κάποτε ήταν τα ρούχα που φορούσε ο εν λόγω άνδρας, τον οποίο αφού κάποιοι εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι, μετά σφράγισαν το σώμα του σε ένα βαρέλι και το πέταξαν στη λίμνη.

Τα φρικτά αποκαλυπτήρια του πτώματος έγιναν λόγω της πτώσης του νερού στη στάθμη της λίμνης που βρίσκεται 30 χιλιόμετρα μακριά από την Νεβάδα, την πολιτεία του τζόγου, εκεί όπου τα φώτα του Λας Βέγκας δεν σβήνουν ποτέ.

Το συγκεκριμένο πτώμα δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη, αλλά τα δημοσιεύματα εικάζουν ότι ανήκει στον Τζόνι Πάππας, έναν έλληνα μαφιόζο που εξαφανίστηκε από προσώπου γης στις 18 Αυγούστου του 1976.

Έκτοτε δεν τον ξαναείδε κανείς και οι έρευνες της Αστυνομίας δεν απέδωσαν τίποτε επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό την φράση «Ότι γίνεται στο Βέγκας, μένει στο Βέγκας».

Ο Πάππας ( Γιάννης Παναγιωτάκος) έδρασε στο Λας Βέγκας κάτω από την ομπρέλα του «Chicago Outfit» ενός οργανωμένου συνδικάτου εγκλήματος που είχε απλώσει τα πλοκάμια του στην πόλη του τζόγου.

Ήξερε προσωπικά τον διαβόητο Γκας Άλεξ, με καταγωγή από το Αλεποχώρι Αχαΐας, που μεγαλούργησε στους κόλπους της Ιταλικής Μαφίας, φτάνοντας να είναι consigliere των Νονών του Σικάγο.

Η φιλία του Τζόνι Πάππας με τον Άλεξ του άνοιξε πολλές πόρτες στο Λας Βέγκας αφού την δεκαετία του ‘70, η μια διευθυντική θέση διαδεχόταν την άλλη σε διάσημα καζίνο όπως το Stardust αλλά και 5άστερα ξενοδοχεία.

Το 1978 ο ομογενής είχε τα πάντα, ακόμη και δικό του σκάφος για να πηγαίνει τους πολύ καλούς πελάτες μια κρουαζιέρα στη λίμνη Μιντ προκειμένου να δουν το φράγμα του Χούβερ.

Στις 16 Αυγούστου το βράδυ Τζόνι Πάππας χαιρέτησε την γυναίκα του και  πήγε στο ραντεβού που είχε με δύο άτομα που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν τη θαλαμηγό του.

Δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του, ενώ το αυτοκίνητό του βρέθηκε στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου με τα κλειδιά πάνω, τρεις μέρες μετά την εξαφάνιση του.

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, τον Μάιο του 2022 το βαρέλι με τον σκελετό που ξεβράστηκε από τον πάτο της λίμνης Μιντ, εικάζεται ότι ανήκει τον Τζόνι Πάππας, αλλά μετά από τόσα χρόνια η αναγνώριση είναι πλέον μια πολύ δύσκολη υπόθεση γα τους ερευνητές.

Ο Γκας Άλεξ από την άλλη καταδικάσθηκε για πρώτη φορά στην ζωή του σε ηλικία 76 ετών το 1993 και οδηγήθηκε στις φυλακές του Λέξινγκτον, για να εκτίσει την ποινή του.

Έχοντας αρνηθεί να μιλήσει 39 φορές σε διάφορες επιτροπές για την Μαφία, δεν υποπτεύθηκε ότι ο μαφιόζος Λένι Πάτρικ με τον οποίο μίλησε στις 23 Ιουλίου του 1998 μέσα στην φυλακή, ήταν «καλωδιωμένος» από το FBI.

Όταν το έμαθε την επομένη, υπέστη καρδιακή προσβολή από το σοκ της αποκάλυψης και πέθανε ακαριαία χωρίς το προσωπικό να προλάβει να κάνει τίποτε.

Πίτρος-Μπούρας: Τους σκότωσαν με μια μέρα διαφορά!

Η «χάρη» των Ελλήνων μαφιόζων έφτασε σε αρκετές πόλεις της Αμερικής όπως η Βοστώνη και η Φιλαδέλφεια και στην τελευταία σύμφωνα με τον Nick Christofers δύο ήταν τα βαριά ονόματα στα μέσα των ’70s.

O πρώτος ήταν ο Χάρι Πίτρος που ανδρώθηκε στο Upper Darby, ένα προάστιο της Δυτικής Φιλαδέλφειας, και μπήκε νεαρός ακόμη στον δρόμο της παρανομίας, πιθανότατα κάτω από την εποπτεία του Στιβ Μπούρα.

Ο τελευταίος ήταν υπαρχηγός του Έλληνα νονού της Φιλαδέλφεια Στιβ Κοντογιάννη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, δίνοντας τις ευλογίες του στον Μπούρα να αναλάβει την ηγεσία.

Η Ελληνική μαφία της Φιλαδέλφεια έδινε λόγο όχι μόνο στην οικογένεια Σκάρφο αλλά και στους Ιρλανδούς μαφιόζους και στην αρχή της συνεργασίας όλα κυλούσαν ιδανικά.

Ο Χάρι, έμπλεξε με τοκογλυφία, προστασία, παράνομα παιχνίδια και πιθανότατα με εμπόριο ναρκωτικών όμως σύμφωνα με τους νόμους της Κόζα Νόστρα, ξεπέρασε τα όρια και πίστευε ότι δεν έχει να δώσει λόγο για το τι κάνει.

Στις 26 Μαΐου του 1981, γύρω στις τέσσερις το πρωί ένας τροχονόμος πρόσεξε μια Κάντιλακ που ήταν στον δρόμο και όχι στην περιοχή σήμανσης για παρκάρισμα, πλησίασε και δεν άργησε να ανακαλύψει το πτώμα του 53χρονου Έλληνα ομογενή.

Ήταν μέσα στο μισάνοιχτο πορτμπαγκάζ, γαζωμένο από σφαίρες περιστρόφων και σαφώς η ενέργεια παρέπεμπε σε ξεκαθάρισμα μαφιόζων και δη από την οικογένεια Σκάρφο.

Ο Στιβ Μπούρας έμαθε το πρωί τα μαντάτα, αφού τους τελευταίους μήνες είχε σταματήσει να πληρώνει στους Σκάρφο τους φόρους για τους δρόμους της πόλης που χρησιμοποιούσε για τις ποικίλες δραστηριότητές του.

Επέλεξε να κρατάει όλες τις εισπράξεις γι΄ αυτόν και τους ανθρώπους του.

Όμως ο Νικόντιμο Σκάρφο, ο αρχινονονός της Φιλαδέλφεια δεν ήταν από τους άντρες που αγνοείς και λες έτσι απλά «δεν σε πληρώνω πλέον» χωρίς να δικαιολογείς την πράξη σου.

Ο Μπούρας δεν ανησυχούσε τόσο πολύ για τον εαυτό του. Διατηρούσε δεσμό με την Τζάνετ Κούρο, θεία του soldato Τζον Κούρο, που ήταν δίπλα στον Σκάρφο και πίστευε ότι ήταν ασφαλής.

Το βράδυ της 27ης Μαΐου, μια μέρα μετά την δολοφονία του Πίτρος, ο Μπούρας μαζί με την Κούρο, τον Ρέι Μαρτοράνο γνωστό μέλος της οικογένειας Σκάρφο και τον ραδιοφωνικό παραγωγό Τζέρι Μπράβατ βγήκαν για φαγητό.

Για την ακρίβεια πήγαν να δειπνήσουν στο ελληνικό εστιατόριο «Meletis» χωρίς ο Έλληνας νονός να φαντάζεται ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του δείπνο.

Αγνοούσε επίσης ότι ο Μαρτοράνο ήταν αυτός που είχε διαταχθεί από τον Σκάρφο να σχεδιάσει την δολοφονία του και γι’ αυτό ήταν εφησυχασμένος και με σχετικά καλή διάθεση.

Οι εκτελεστές που μπήκαν στο εστιατόριο κατευθύνθηκαν στο τραπέζι του Μπούρα και άνοιξαν πυρ στοχεύοντας τον Μπούρα και την Τζάνετ Κούρο, με κοντόκαννες καραμπίνες.

Οι φωνές και ο πανικός δεν τους απασχόλησαν καθόλου, ενώ παρόλο που έσπρωξαν τον Μαρτοράνο, αυτός όπως και ο παραγωγός Τζέρι Μπράβατ τραυματίστηκαν ελαφρά.

Οι εκτελεστές  του Μπούρα εξαφανίστηκαν μέσα στα στενά της πόλης που ο Έλληνας νονός πίστευε ότι δεν θα κινδύνευε ποτέ και τόσο η διαδρομή του, όσο και η ματωμένη της κατάληξη ήρθαν να επιβεβαιώσουν  με τον καλύτερο τρόπο ένα αγαπημένο motto των μαφιόζων που λέει: «Αν αφήσεις τους εχθρούς σου ή και τους φίλους σου να πιστέψουν ότι είστε ίσια και όμοια, τότε αμέσως θα σκεφτούν ότι είναι ανώτεροι από σένα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πώς η Ρωσία χρησιμοποιεί την Αρμενία για να παρακάμπτει τις κυρώσεις|
Μαίρη Χρονοπούλου: Η ηθοποιός που σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο
Ενας Ελληνας αποκαλύπτει τα άδυτα του Λευκού Οίκου