Live Κίνηση
Περισσότερα
MIRROR

Γιάννης Κονταράτος: Η διαδρομή από το μπακάλικο στο delikatessen που πουλάει Chateau Petrus και Armand de Brignac

Ελλάδα 4:34
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΣΥΡΕΤΕ

Γιάννης Κονταράτος: Η διαδρομή από το μπακάλικο στο delikatessen που πουλάει Chateau Petrus και Armand de Brignac

MIRROR

Γιάννης Κονταράτος: Η διαδρομή από το μπακάλικο στο delikatessen που πουλάει Chateau Petrus και Armand de Brignac

MIRROR

Η συναρπαστική ζωή του ιδρυτή των «Flora Market» που ξεκίνησε από ένα μικρό μαγαζί στην Χώρα της Μυκόνου και έστησε την γνωστή αλυσίδα που διαθέτει κυριολεκτικά τα πάντα. Η τρέλα με το εμπόριο, η φυγή στην Αθήνα, η θητεία ως σερβιτόρος, η Αμερική, η επιστροφή στην Ελλάδα, η γυναίκα της ζωής του και το χτίσιμο μιας μικρής αυτοκρατορίας στο νησί των Ανέμων

Advertisement
Advertisement

O πιτσιρικάς που καθόταν στην βάρκα, κοίταζε με διαπεραστικό βλέμμα το νησί που ξεπρόβαλλε μπροστά του, τον τόπο που θα ζούσε τα επόμενα χρόνια. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών ο Γιάννης Κονταράτος, όταν τα παιδικά του μάτια αντίκρυσαν την Μύκονο του 1935, ένα φτωχικό μέρος που θα γινόταν σταδιακά η δεύτερη πατρίδα του. Αυτή που τον τραβούσε πάντα πίσω κι ας έφευγε αυτός, πότε για να δουλέψει στην Αθήνα σκαστός από τους γονείς του, πότε για να μπαρκάρει αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, πότε για να πάει στην Αμερική. Ήταν ο αγαπημένος σερβιτόρος του αείμνηστου Γιώργου Παπανδρέου, έγινε μάγειρας σε πλοίο και γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, όμως πάντα η διαδρομή της ζωής του κατέληγε στην Μύκονο. Ταυτίστηκε με αυτό τον ξερόβραχο, εκεί γνώρισε την γυναίκα της ζωής του την οποία δεν του την έδωσαν όταν πήγε να την ζητήσει από τους γονείς της, επειδή δεν είχε υπηρετήσει την θητεία του. Εκεί έστησε την πρώτη του δουλειά μέσα στην Χώρα, εκεί εμπνεύστηκε το «Flora Market», όταν δεν υπήρχε καν σούπερ μάρκετ στο νησί και προχώρησε με σταθερά βήματα μπροστά.

Ποιός αγόρασε τη βίλα του Φυντανίδη στην Τήνο για 1,86 εκατ. ευρώ;

Τόσο μπροστά, ώστε το τεράστιο Flora απέναντι από το αεροδρόμιο να θεωρείται η επιτομή του delikatessen-στην Ελλάδα παίζει σίγουρα χωρίς αντίπαλο-αφού όποιος ενδιαφέρεται μπορεί απλά να βρει σχεδόν τα πάντα.
Αρκεί να έχει όρεξη και φυσικά άφθονα χρήματα για να ξοδέψει αν επιθυμεί μαύρη τρούφα από την Γαλλία, λευκή από την Άλμπα, Petrus του 1996, Chateau Lafite Rothschild του 2000, Chateneauf du Pape της οικογένειας Perrin ή μια συλλκετική σαμπάνια Perrier Jouet. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα σε ένα εκπληκτικά σχεδιασμένο χώρο, όπου dj παίζει μουσική και ενίοτε νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα όμορφο κλαμπ, όπου μπορείς και να ψωνίσεις.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Κονταράτος πήγαινε και καθόταν χαμογελαστός στο μαγαζί που άλλαξε τα δεδομένα ξεφεύγοντας από την έννοια του σούπερ-μάρκετ, ενώ η γυναίκα του εξακολουθούσε να δίνει καθημερινά το παρόν. Η φυγή του πριν από λίγες ημέρες, λίγο πριν μπει στην ένατη δεκαετία της μυθιστορηματικής ζωής του, γέμισε θλίψη τους δικούς του ανθρώπους και τους Μυκονιάτες που τον έζησαν. Αυτούς που τον είδαν να έρχεται και να φεύγει, πριν ριζώσει οριστικά μαζί με την Φλώρα της καρδιάς του στο νησί των ανέμων, εκεί που έζησε χαρές και λύπες.

Advertisement
Advertisement

Η Αθήνα και ο Παπανδρέου

Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει στην Ελλάδα και η οικογένεια Κονταράτου από το 1942 δοκιμάζεται σκληρά. Ο Γιάννης έχει άλλα εννιά αδέρφια και η πείνα αναγκάζει τους γονείς τους να πουλήσουν, ότι έχουν και δεν έχουν, προκειμένου να επιβιώσουν.  «Μια μέρα, σαν ήμουν στον γυαλό, εκεί στου Κονταρίνη το καφενείο μπροστά είδα να βγάζει η θάλασσα μισό λεμόνι στυμμένο, κοινώς λεμονόκουπα. Την πήρα στο χέρι μου και άρχιζα να την καθαρίζω όταν μου φώναξε μια κυρία από το μαπλκόνι της: «Μικρέ έλα εδώ». Πήγα κοντά και μου είπε «πέταξε το αυτό γιατί είναι λερωμένο. Έχω καθαρό να σου δώσω να φας». Μου πέταξε δυο κομματάκια λεμόνι στυμμένο και έφαγα». Το περιστατικό ενσωματώθηκε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Κονταρίνη «Πορεία ζωής» μέσα στο οποίο ο ευφυής επιχειρηματίας περιέλαβε τις πιο σημαντικές στιγμές της διαδρομής του. Το πόσο ταλαντούχος έμπορος ήταν φάνηκε όταν τελείωσε το Δημοτικό στην Σίφνο και θα επέστρεφε στην Μύκονο με το καϊκι ενός φίλου του πατέρα του.

Advertisement

Ο τελευταίος ήταν στρατιωτικός υπάλληλος του Βασιλικού Ναυτικού, στην υπηρεσία Φάρων & Φανών και αυτός που μεσολάβησε για να πάρει ο γιος του εμπόρευμα, δηλ. πιάτα, λεκάνες και άλλα κεραμικά είδη. Ο μικρός Γιάννης συννενοείται με έναν Μυκονιάτη να χρησιμοποιήσει τον χώρο του σαν αποθήκη και αρχίζει να πουλάει σε γνωστούς και φίλους την πραμάτεια του. Μετά από λίγες ημέρες διαπιστώνει ότι το εμπόρευμα στην αποθήκη τελειώνει πολύ γρήγορα αφού ο ιδιοκτήτης της φρόντισε να την «αδειάσει» προς όφελος του. Είναι η πρώτη επιχειρηματική δυσκολία που τον χτυπάει, όμως ο πολυπράγμων μικρός δεν το βάζει κάτω, και καταφέρνει πουλώντας είκοσι μικρά γουρουνάκια να βγάλει τα σπασμένα και κάποιο μικρό κέρδος. Παρότι μικρός-μόλις 14 χρονών- αποφασίζει να φύγει κρυφά από το σπίτι και να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα, γι’ αυτό και μια μέρα φεύγει με ένα καράβι για τον Πειραιά, έχοντας πάνω του είκοσι δραχμές. Τα επόμενα χρόνια θα κάνει διάφορες δουλειές, ξεκινώντας από τον «Αργουδέλη» με τον φημισμένο χαλβά του, όπου ζήτησε δουλειά απο τον υπεύθυνο. Ο τελευταίος που κατάλαβε ότι ο μικρός το είχε σκάσει, ενημέρωσε τον πατέρα του, ο οποίος έδωσε την έγκριση του για να μείνει ο γιος του στην Αθήνα. Μετά από ενάμιση χρόνο ο Κονταράτος πιάνει δουλειά στην ταβέρνα ενός θείου του στο Κουκάκι και έπειτα σε μια άλλη, πριν πάει σερβιτόρος σε ένα κοσμικό κέντρο της Βουλιαγμένης. Είναι ο καλύτερος σερβιτόρος και όταν ένα βράδυ σερβρίρει τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο τελευταίος ζητάει να τον γνωρίσει και έκτοτε θέλει μόνο αυτόν. Ένα βράδυ που έχει ξαπλώσει ξεθεωμένος, ο μετρ τον ξυπνάει και του λέει ότι πρέπει να σερβίρει τον Γιώργο Παπανδρέου, που έχει έρθει για φαγητό Όταν ο Κονταράτος πάει στο τραπέζι του ο «Γέρος της Δημοκρατίας» του λέει: «Γιαννάκη για να γίνεις μεγάλος δεν πρέπει να κοιμάσαι πολύ».

Από επιχειρηματίας μάγειρας!

Advertisement

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γιάννης Κονταράτος πέρασε από μεγάλα κοσμικά κέντρα και, σέρβιρε τον στρατηγό Θέοδωρο Πάγκαλο, τον Σπύρο Μαρκεζίνη και δεκάδες άλλους επώνυμους. Πάντα όμως σιγόκαιγε μέσα του ο πόθος να στήσει κάτι δικό του ώστε να είναι αφεντικό του εαυτού του και μόνο, να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Θα το κάνει λίγο πριν πάει φαντάρος, όταν αναλαμβάνει μετά από διαγωνισμό το εστιατόριο ενός θερέτρου για τους υπαλλήλους των τραπεζών Εθνικής και Αθηνών. Είναι δεκαεννιά χρονών το 1950 και μέσα σε ένα μόλις χρόνο κερδίζει 300 χρυσές λίρες Αγγλίας, όμως η κλήση για να υπηρετήσει στον στρατό ανατρέπει τα όποια του σχέδια. Επιστρέφει στην Μύκονο για να ξεκουραστεί και έρχεται η μέρα που ο έρωτας τον χτυπάει κατακούτελα, όταν αντικρίζει την Φλώρα, μια νεαρή Μυκονιάτισα. Η όμορφη κοπέλα ανταποκρίνεται στο φλερτ του νεαρού με το σπινθηροβόλο βλέμμα και λίγο πριν παρουσιαστεί στον στρατό ο Κονταρίνης πηγαίνει στο πατρικό της για να την ζητήσει. Ο πατέρας της δεν έχει αντίρρηση, αλλά του λέει ότι πρώτα πρέπει να ολοκληρώσει την θητεία του, γεγονός που στεναχωρεί τον Γιάννη, ο οποίος όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτε.

Ποιός Έλληνας εφοπλιστής έχει τις ακριβότερες βίλες;

Μετά το στρατό επενδύει πάλι σε μαγαζί, ένα εστιατόριο στο Παγκράτι το οποίο όχι μόνο δεν θα αποφέρει τα αναμενόμενα, αλλά θα ρίξει σε αχαρτογράφητα ύδατα τον 22χρονο πλέον άνδρα που αποφασίζει να μπαρκάρει.
Από το Ρότερνταμ όπου αναζητούσε αρχικά τον αδερφό του ο Κονταρίνης προσλαμβάνεται ως βοηθός μάγειρα σε ένα πλοίο του Ποταμιάνου που πήγαινε στην Καλκούτα, φορτωμένο τσιμέντο. Τα επόμενα δύο χρόνια θα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο πριν ξεμπαρκάρει στον Πειραιά, έχοντας δει εξωτικά λιμάνια στην Κούβα και παγωμένες θάλασσες στην Ρωσία. Επιστρέφει στην Μύκονο, η Φρόσω έχει βγει από το μυαλό του, αρραβωνιάζεται μια κοπέλα και μπαρκάρει ξανά για να μαζέψει κάποια χρήματα για τον γάμο. Αυτή την φορά επιλέγει την Αμερική και μετά από είκοσι δύο ημέρες ταξίδι, το πλοίο δένει σε λιμάνι της Βιρτζίνια για να φορτώσει και να αποπλεύσει για την Ιαπωνία. Θα φύγει χωρίς τον Κονταρίνη που αποφασίζει να το σκάσει και να αναζητήσει την τύχη του κυνηγώντας το Αμερικάνικο όνειρο και τις όποιες ευκαιρίες.

Πίσω στο νησί

Advertisement

Θα φτάσει στο Τζόλιετ του Ιλινόις όπου μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Μυκονιατών, οι οποίοι θα τον βοηθήσουν στην αρχή να σταθεί στα πόδια του. Ξεκινάει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο που παράγει πλακάκια, αλλά σε λίγους μήνες πηγαίνει ως μπογιατζής σε άλλη εταιρία και αρχίζει να βάφει γέφυρες. Μετά τους πρώτους έξι μήνες κάνει τα χαρτιά του και συνάπτει εικονικό γάμο για να πάρει την Αμερικάνικη υπηκοότητα, πληρώνοντας αδρά έναν δικηγόρο. Φεύγει από το Τζόλιετ και πηγαίνει στο Ντιτρόιτ, όπου ένας έλληνας έχει μια μεγάλη εταιρία, τον βρίσκει και πιάνει δουλειά αμέσως, δείχνοντας από την πρώτη μέρα πόσο καλός μπογιατζής είναι.
Πολύ γρήγορα ξεχωρίζει, πληρώνεται αδρά, βγάζει πολύ καλά λεφτά και αρχίζει να βγαίνει, να τρώει σε καλά εστιατόρια και να γνωρίζει ωραίες γυναίκες. Είχε ήδη μείνει ελεύθερος, αφού η κοπέλα από την Μύκονο που είχε αρραβωνιαστεί παντρεύτηκε άλλον, οπότε απολαμβάνει την καλή ζωή για τα επόμενα χρόνια. Ο Κονταράτος θα μείνει στις ΗΠΑ από το 1955 μέχρι το 1970, όταν και επέστρεψε για τελευταία φορά, προκειμένου να δουλέψει για να ανοίξει το πρώτο του μαγαζί στην Μύκονο.

Το καλοκάιρι του 1969, είχε γυρίσει στο νησί για διακοπές και η μοίρα ρίχνει ξανά μπροστά του την Φλώρα, που είχε παντρευτεί αλλά είχε χωρίσει. Αυτή την φορά κανείς δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια τους.
Ο κυρ Γιάννης όπως τον έλεγαν χρόνια μετά οι Μυκονιάτες, γυρίζει στις ΗΠΑ και μέσα σε έξι μήνες μαζεύει 20.000 δολάρια και γυρίζει μια Τετάρτη στην Αθήνα. Η αγαπημένη του έχει ήδη βγάλει τις άδειες του γάμου τους, που γίνεται στην εκκλησία της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι και μετά από τον μήνα του μέλιτος, της ζητάει να επιστρέψουν  την Αμερική. Ο γιος της Φλώρας από τον πρώτο της γάμο είναι ο λόγος που τελικά δεν θα πάνε ποτέ, αλλά θα μείνουν στην Μύκονο όπου και θα ξεκινήσουν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Το πρώτο μαγαζί ανοίγει στα Ματογιάννια τον Απρίλιο του 1971. Είναι μια εξαιρετική κάβα αφού ο δαιμόνιος Γιάννης παίρνει δυνατές αντιπροσωπείες ελληνικών κρασιών, πουλάει κάποια ασημικά και εκτός από το ζευγάρι, δουλεύει ο γιος της Φλώρας και άλλος ένας υπάλληλος. «Είχα πολλή δουλειά. Το 1971 έκανα τρεισήμιση εκατομμύρια δραχμές τζίρο. Ξέχασα την Αμερική, τα ξέχασα όλα» έγραψε στην αυτοβογραφία του ο χαρισματικός αυτός άνθρωπος. Κάθε χρονιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη ενώ το 1972, το ζευγάρι αποκτά το πρώτο του παιδί, τον γιο τους Τάσο που γεννιέται στις 5 Μαρτίου του 1973, στις τρεις τα ξημερώματα.

Και εγένετο «Flora market»

Όπως έγραψε στο βιβλίο του ο Γιάννης Κονταράτος «Πάντα ήξερα και έκανα καλές εμπορικές κινήσεις. Έβγαζα καλά χρήματα, όμως είχα και ένα μεγάλο μειονέκτημα, κάτι που για έμπορο δεν επιτρέπεται. Εμπιστευόμουν όλο το προσωπικό σαν τον εαυτό μου». Θα καταλάβει ότι έκανε λάθος όταν μετά από ένα οικογενειακό ταξίδι που διήρκησε σχεδόν ένα μήνα, επιστρέφει στην Μύκονο και βρίσκει την κεντρική αποθήκη παραβιασμένη.
Εκατοντάδες κιβώτια με ποτά είχαν κάνει φτερά και ο κυρ Γιάννης θα ξεθυμάνει κλαίγοντας μέσα στην άδεια αποθήκη, ενώ η κλοπή δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Ταυτόχρονα αρκετοί άλλοι άνοιξαν κάβες στο νησί, με αποτέλεσμα η δουλειά να πέσει και τα κέρδη να μειωθούν και είναι τότε που ο Κονταράτος αποφασίζει να στήσει ένα σούπερ-μάρκετ. «Αποφάσισα να ανοίξω ένα στο αεροδρόμιο στο χωράφι της Φλώρας που ήταν δέκα στρέμματα. Τα χρήματα μου ήταν πολύ λίγα, σχεδόν τίποτε, αλλά ήμουν αποφασισμένος» αναφέρει στο βιβλίο του. Για να γίνει πραγματικότητα πήρε δάνειο ύψους 28.000.000 δραχμών, νοίκιασε το μαγαζί στα Ματογιάννια στην Τράπεζα Πίστεως παίρνοντας «αέρα» 16.000.000 δραχμές και πούλησε ένα σπίτι στον Άγιο Στέφανο για 47.000.000 δραχμές.

Από τον Γουλανδρή στην φυλακή…

Στην Μύκονο όλοι θεωρούν ότι το εγχείρημα του Κονταράτου έξω από την Χώρα με ένα τόσο μεγάλο σούπερ-μάρκετ θα αποτύχει και κάποιοι βάζουν στοίχημα πότε θα χρεοκοπήσει. Στις 10 Ιουνίου του 1989 στα εγκαίνια του πρώτου «Flora Market», σχεδόν όλο το νησί είναι παρόν, ενώ οι ανταγωνιστές του αρχίζουν μετά από λίγους μήνες να ανοίγουν και αυτοί εκτός Χώρας. Παρά τη επιτυχία ο κυρ Γιάννης θα έρθει σε δύσκολη θέση όταν ανακαλύπτει κατόπιν εορτής ότι στο μγαζί της Χώρας κάποιοι τον έκλεψαν. «Με όλα αυτά και ενώ το μαγαζί δούλευε πολύ, δεν μπορούσα να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, οπότε δανειζόμουν από ορισμένους με τόκο λογικό, από ορισμένους με τόκο παράλογο και απο ορισμένους καλούς φίλους για δέκα ημέρες χωρίς τόκο» αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του. Κάποια στιγμή συγκέντρωσε όλους τους προμηθευτές του στο ξενοδοχείο «Τιτάνια» και τους ζήτησε να τον συμμερισθούν και να του κάνουν πίστωση σε συγκεκριμένα είδη.

Το έκαναν όλοι εκτός από δύο και η επιχείρηση επανήλθε στην κανονικότητα, άνοιξαν άλλα δύο μάρκετ και η «ναυαρχίδα» στο αεροδρόμιο αναγνωρίστηκε ως ένα από τα κορυφαία delikatessen, αν όχι του κόσμου, σίγουρα της Ευρώπης. Εκεί προστρέχουν όλοι όταν χρειαστούν κάτι που δεν έχουν, όπως μια 15λιτρη Armand de Brignac, ένα δυσεύρετο κρασί ή χαβιάρι από τη Κασπία θάλασσα. Ο κυρ Γιάννης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ένας ωραίος τύπος που τα έζησε όλα στον υπερθετικό βαθμό και έφυγε «γεμάτος», έτσι όπως τα είχε γράψει στον επίλογο του βιβλίου του. «Ότι ήθελα να κερδίσω το κέρδιζα. Έχω βγάλει πάρα πολλά χρήματα και τα χάλαγα ωραία, όχι αλήτικα. Είμαι ευτυχής, έχω ζήσει την ζωή μου και δεν μετάνιωσα για τίποτε».