Live Κίνηση
Περισσότερα
MIRROR

Τάιλερ Μπρουλέ: Από τις σφαίρες στην Καμπούλ στο tour de force του Monocle

Ελλάδα 1:07
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΣΥΡΕΤΕ

Τάιλερ Μπρουλέ: Από τις σφαίρες στην Καμπούλ στο tour de force του Monocle

MIRROR

Τάιλερ Μπρουλέ: Από τις σφαίρες στην Καμπούλ στο tour de force του Monocle

MIRROR

O 52χρονος εκδότης ενός από τα πιο επιδραστικά έντυπα του πλανήτη που διοργάνωσε στην Αθήνα το συνέδριο του περιοδικού του και η διαδρομή από το Γουίνιπεγκ του Καναδά στα ΜΜΕ-Η μέρα της επίθεσης από ελεύθερο σκοπευτή στο Αφγανιστάν, η δημιουργία του Wallpaper και η βίβλος του ευ ζειν.

Advertisement
Advertisement

Ένας από τους πολλούς αστικούς μύθους που ακολουθούν τον Τάιλερ Μπρουλέ τα τελευταία χρόνια φέρεται να έλαβε χώρα στην Αθήνα, σε μια βόλτα που έκανε ο εκδότης του περιοδικού Monocle στο Κολωνάκι. Περνώντας μπροστά από ένα περίπτερο, είδε το τελευταίο τεύχος της «βίβλου» του, δίπλα σε ένα φθηνό ελληνικό ταμπλόιντ και αφού χαμογέλασε αδιόρατα σχεδόν, συνέχισε να περπατάει.

Στα πενήντα δύο του χρόνια ο Μπρουλέ θα μπορούσε άνετα να υπερηφανεύεται για τα πεπραγμένα του, αλλά δεν το κάνει παρότι είναι ένας γκουρού των media που διοικεί και τρέχει ένα από τα πλέον επιδραστικά έντυπα του πλανήτη. Κι όπως αποδείχτηκε πρόσφατα η πώληση του Politico με ποσό άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στον όμιλο Springer δείχνει ότι η ποιοτική δημοσιογραφία διανύει μια από τις καλύτερες περιόδους της. Το Monocle αποτιμάται γύρω στα 150 εκατομμύρια ευρώ και ο Μπρουλέ έχει πουλήσει μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό το 2014 στον Ιαπωνικό εκδοτικό κολοσσό Nikkei.

Φέτος τίμησε την χώρα μας δεόντως, αφού ήρθε το καλοκαίρι μαζί με την μητέρα του και στη συνέχεια για το τριήμερο συνέδριο του Monocle με τίτλο «Quality of life». Η τιμή για να το παρακολουθήσει κάποιος ήταν 1.750 ευρώ, ποσό που μπορεί σε κάποιους να ηχεί εξωφρενικό, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν απασχολεί καθόλου τον ευφυή κύριο Μπρουλέ.

Advertisement
Advertisement

Το ξεκαθάρισε και σε συνέντευξη που έδωσε στην «Κ» λέγοντας ότι η αυτή είναι η τιμή του συνεδρίου τα τελευταία επτά χρόνια, ενώ τόνισε ότι αν το συνέδριο δεν είχε την ποιότητα στην οποία στοχεύουν η είσοδος θα ήταν φθηνότερη. «Αλλά» συμπλήρωσε με νόημα, «είμαστε ένα premium brand».

Τον ίδιο όρο χρησιμοποιούν πολλοί για τον γοητευτικό εκδότη, που γεννήθηκε με το όνομα Τζέισον Μπρούλε στην πρωτεύουσα της Μανιτόμπα του Καναδά, το Γουίνιπεγκ. Μόνο που η συγκεκριμένη αγροτική περιοχή αποδείχτηκε πολύ μικρή για να χωρέσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες ενός παιδιού αλλιώτικο από τα άλλα.

Advertisement

Δεν είχε σημασία τι ήθελαν οι άλλοι

Στις 25 Νοεμβρίου του 1968 ο Πολ Μπρούλε και η γυναίκα του Βιρτζ, ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που κρατούσαν στην αγκαλιά τους το πρώτο τους παιδί. Μεγαλώνοντας σε ένα συνεχώς εναλλασσόμενο περιβάλλον-άλλαξε τουλάχιστον δώδεκα φορές σχολείο σε διάφορες περιοχές του Καναδά-ο Τζέισον όπως βαφτίστηκε μυήθηκε από νωρίς σε έναν κόσμο μαγικό.

Advertisement

Η Εσθονή μητέρα του τον «έσπρωξε» στο να ανακαλύψει τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και την διακόσμηση ανοίγοντας ουσιαστικά στον πιτσιρικά ένα παράθυρο που δεν έκλεισε ποτέ. Τα εφηβικά του καλοκαίρια, δουλεύει καθαρίζοντας κότερα, ενώ έχει μια χρόνια εμμονή να φορέσει γυαλιά, τέτοια που παρακαλάει να αποκτήσει μυωπία!!

Όταν μετακομίζει στο Τορόντο για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Ράϊερσον, το αριστερό του χέρι κοσμεί ένα Rolex, το οποίο αγόρασε μαζεύοντας χρόνια τα χρήματα από την δουλειά τα καλοκαίρια. Η μητέρα του είναι πάντα δίπλα του, ο πατέρας του όχι, από την στιγμή που του ανακοινώνει την διαφορετικότητα του λέγοντας του ότι είναι gay, κάτι που ο Πολ Μπρούλε δεν του συγχώρεσε ποτέ.

Έχει ήδη αλλάξει τον τονισμό στο επίθετό του κάνοντάς το να ακούγεται πιο γαλλικό και επιλέγει το Τάιλερ για μικρό, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αφήνει τις σπουδές του και φεύγει για το Λονδίνο. Ο Καναδάς, η ρήξη με τον πατέρα του και η σταδιοδρομία του ως φοιτητής δίνουν τη θέση τους στην δημοσιογραφία και ο Μπρουλέ βυθίζεται σε αχαρτογράφητα ύδατα, τα οποία τον γοητεύουν.

Advertisement

Θα ξεκινήσει ως δόκιμος ρεπόρτερ στο BBC και σταδιακά θα αρχίσει να γράφει για τον The Guardian, τους The Sunday Times, το Stern και την βίβλο του lifestyle, το περίφημο Vanity Fair. Είναι πολύ καλός στην δουλειά του, και όταν το Focus του προτείνει την θέση του ανταποκριτή στον πόλεμο του Αφγανιστάν, δεν το σκέφτεται καθόλου. Ταξιδεύει στην Καμπούλ και αρχίζει τις ανταποκρίσεις, χωρίς να φαντάζεται ότι αυτή η αποστολή θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τον θάνατο, ένα ανοιξιάτικο πρωί.

Ο τραυματισμός και οι επεμβάσεις 

Ο Μάρτιος του 1994 στην Καμπούλ, είχε τις συνήθεις θερμοκρασίες της εποχής που μόνο άνοιξη δεν θύμιζαν, αφού η μέγιστη έφτανε μετά βίας τους 12 βαθμούς. Εκείνο το Σάββατο που το ημερολόγιο έδειχνε 5 του μήνα, ο Τάιλερ Μπρουλέ ξεκίνησε για ένα ρεπορτάζ ντυμένος με ζεστά ρούχα, αφού το θερμόμετρο έδειχνε 0 βαθμούς.

Ήταν ανήσυχος, όπως όλοι οι άνθρωποι που διαισθάνονται ότι κάτι κακό θα τους συμβεί, αλλά δεν μπορούσε να μοιραστεί την ανησυχία του με κανέναν από τους δύο συνοδούς του στο τζιπ με το οποίο ξεκίνησαν την διαδρομή τους, αφού δεν μιλούσαν αγγλικά. Την ίδια στιγμή κάποια χιλιόμετρα πιο μακριά από το σημείο που βρισκόταν το τζιπ, ένας Ταλιμπάν ελεύθερος σκοπευτής περίμενε υπομονετικά τον επόμενο στόχο του.

Όταν το τζιπ με τον Μπρουλέ μπήκε στο οπτικό του πεδίο, άρχισε να πυροβολεί συνέχεια, σκοτώνοντας τον οδηγό και τον συνοδηγό σχεδόν ακαριαία. Ο Μπρουλέ ένοιωσε το κάψιμο και τον οξύ πόνο από τις τρεις σφαίρες που τον πέτυχαν, οι δύο στο αριστερό του χέρι και η τρίτη ψηλά στο στήθος. Τον μετέφεραν μισοπεθαμένο στο νοσοκομείο και οι γιατροί έπεσαν πάνω του στο χειρουργείο για να σώσουν αρχικά την ζωή του, που κινδύνευε άμεσα.

Όταν τα κατάφεραν και ο Μπρουλέ ανάρρωνε, τον ενημέρωσαν για την ζημιά που είχε πάθει, ειδικά από την μία σφαίρα που διέλυσε το νεύρο του αριστερού του χεριού. Παρά τις επανορθωτικές επεμβάσεις που ακολούθησαν το χέρι με το οποίο έγραφε-ήταν αριστερόχειρας-δεν επανήλθε ποτέ στην πρότερη κατάσταση και είναι σχεδόν παράλυτο. Μέσα σε λίγα 24ωρα ο επίμονος δημοσιογράφος έμαθε να γράφει με το δεξί και στους μήνες της ανάρρωσης διάβασε δεκάδες περιοδικά διακόσμησης και αρχιτεκτονικής. Τότε σκέφτηκε το πρώτο του εκδοτικό εγχείρημα.

Από το Wallpaper* στην διαφήμιση

Του έλειπαν βέβαια τα κεφάλαια γι’ αυτό, αλλά ένα δάνειο που κατόρθωσε να πάρει αποτέλεσε την βάση για να στηθεί το Wallpaper*, το πρώτο τεύχος του οποίου κυκλοφόρησε το 1996, δημιουργώντας αμέσως την ανάλογη αίσθηση στον χώρο των media.

Η αποδοχή της αισθητικής του με θέματα για την αρχιτεκτονική, τις τέχνες, την διακόσμηση, τα ταξίδια και το lifestyle ήταν καθολική και ο δημοσιογράφος που έγινε εκδότης είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Το μόνο λάθος που έκανε όπως είπε μετά ήταν ότι πούλησε το περιοδικό πολύ γρήγορα για 1.660.000 ευρώ το 1997, ενώ δεσμεύτηκε να μην εκδώσει άλλο για μια δεκαετία.

Είχε πλέον την άνεση να ντύνεται με εξαιρετικό γούστο φορώντας π.χ. ένα σπορ πράσινο σακάκι, κίτρινο παντελόνι και μπλε πουκάμισο και να ταξιδεύει πολύ ανά τον κόσμο. Λατρεύει το Λονδίνο, τη Ζυρίχη όπου κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ενώ επισκέπτεται συχνότατα το Τόκιο που το θεωρεί ως την πιο ζωντανή πρωτεύουσα του κόσμου.

Μετά το Wallpaper* σειρά είχε η διαφημιστική Winkcreative που χάρη στην προσωπική του ατζέντα εξασφάλισε μεγάλους πελάτες και έδωσε την άνεση στο πάλαι ποτέ παιδί από τον Καναδά, να απολαύσει το ευ ζειν ως γνήσιος κοσμοπολίτης.

Παράλληλα συνέχισε να αρθρογραφεί στους Financial Times όπου διατηρούσε μόνιμη στήλη από το 2008 μέχρι το 2017, όταν και παραιτήθηκε μετά από καταγγελία αναγνώστη που κατηγόρησε τον Μπρουλέ για θετικά σχόλια σε τρεις εταιρίες που ήταν πελάτες της διαφημιστικής του.

Ο θρίαμβος του Monocle και η Αθήνα

Το 2007 το πρώτο τεύχος του Monocle κυκλοφόρησε σε μέγεθος καταλόγου του οίκου Sothbey’s με διαφορετικό χαρτί σε κάποια section του και θεματολογία που περιελάμβανε εκτενή αφιερώματα σε πόλεις του κόσμου, μεγάλες θεματικές ενότητες και ρεπορτάζ για τις νέες τάσεις σε διάφορους τομείς. Ο θρίαμβος ήταν μάλλον αναμενόμενος για ένα περιοδικό που έγινε must have από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του, χρίζοντας τον ιδρυτή του έναν media leader του κοσμοπολιτισμού που δεν φωνάζει.

Στα γραφεία του εντύπου στο Λονδίνο όλοι οι εργαζόμενοι είναι καλοντυμένοι ενώ υπάρχει έτερος αστικός μύθος για κάποιον που τόλμησε να βγάλει το σακάκι του και την ίδια μέρα απολύθηκε. Αυτοί που δεν μπορούν να αντέξουν τον εκδοτικό θρίαμβο των 12 ευρώ-τόσο κοστίζει το περιοδικό-λένε ότι οι άνθρωποι που το αγοράζουν θέλουν τους άλλους να βλέπουν ότι κρατούν το τεύχος, το οποίο μετά δεν διαβάζουν. Ο ίδιος ελπίζει να μην συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά στην τελική δεν είναι κάτι που τον απασχολεί ιδιαίτερα, όπως και τους συντάκτες του, οι οποίοι ταξιδεύουν πολύ και ντύνονται στην πένα.

Ο τελευταίος του μεγάλος έρωτας είναι η Αθήνα, μια πόλη που τον έχει γοητεύσει πολύ, τόσο ώστε οι φήμες να οργιάζουν ότι ψάχνει ήδη για μια κατοικία που να πληρεί τα στάνταρντ της υψηλής αισθητικής του. Γενικότερα έχει φάει ένα κόλλημα με την Ελλάδα κάτι που φάνηκε και από το φετινό συνέδριο, το οποίο ήταν προγραμματισμένο να λάβει χώρα στο Ελσίνκι της Φινλανδίας.

Το καλοκαίρι έκανε διακοπές χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς, τον Αύγουστο έφερε και την μητέρα του να χαλαρώσει, ενώ ακούγεται ότι ίσως ανοίξει γραφεία του Monocle στην Αθήνα. Ο ίδιος είπε σε φίλους του ότι στην πρωτεύουσα της Ελλάδας ο καιρός είναι καλύτερος από το συνήθως μουντό Λονδίνο και την Ζυρίχη δύο πόλεις στις οποίες διατηρεί κατοικίες.

Παραμένει υπέρμαχος των έντυπων εκδόσεων, όσο και αν έχει προχωρήσει η τεχνολογία και αν του έλειψε κάτι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο της πανδημίας, αυτό ήταν τα ταξίδια. Ταξίδεψε όπου και όπως μπορούσε, με αυτοκίνητο, με τραίνο και αεροπλάνο-αδημονεί να πετάξει ξανά για Τόκιο και Ταϊλάνδη-  εξακολουθώντας να πορεύεται με μια ξεχωριστή mentalite και να παραμένει ένας ήρεμος και ατσαλάκωτος  κοσμοπολίτης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αλεξάντερ Λιτβινένκο, o εχθρός του Πούτιν
Βασίλης Σπανούλης: Το τελευταίο σουτ του Kill Bill
Νίκος Παλαιοκώστας: Το «αγρίμι» του βουνού και οι ιστορίες μιας ζωής στην παρανομία