Live Κίνηση
Περισσότερα
MIRROR

Άννα Βούλγαρη: Η τελευταία κληρονόμος

Ελλάδα 14:49
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΣΥΡΕΤΕ

Άννα Βούλγαρη: Η τελευταία κληρονόμος

MIRROR

Άννα Βούλγαρη: Η τελευταία κληρονόμος

MIRROR

Ήταν η μόνη από όλη την οικογένεια που μιλούσε άπταιστα ελληνικά και η δεύτερη που έπεσε θύμα απαγωγής μαζί με τον γιο της το 1983, όταν ένοπλοι εισέβαλλαν στο σπίτι της

Advertisement
Advertisement

Οι τριάντα πέντε μέρες που συγκλόνισαν την ζωή της, η λατρεία για την Ελλάδα, οι βόλτες στην Παραμυθιά και οι στιγμές που δεν ξέχασε ποτέ η κόρη του Κωνσταντίνου Βούλγαρη. Eίναι ένα χειμωνιάτικο πρωί στην Αθήνα του 1935, όταν ένα αυτοκίνητο σταματάει έξω από την «Σχολή Κροντηρά» ένα ιδιωτικό σχολείο που δεν υπάρχει πλέον. Ο οδηγός ανοίγει την πόρτα και ένα 8χρονο αδύνατο κοριτσάκι, κατεβαίνει και περνάει την είσοδο του εκπαιδευτηρίου μαζί με άλλες συμμαθήτριες της ντυμένη ζεστά. Λέγεται Άννα Βούλγαρη, είναι μαθήτρια της τρίτης τάξης και γόνος μιας οικογένειας που έχει ήδη αρχίσει να γράφει μια επική σελίδα στον glam κόσμο του πολύτιμου κοσμήματος με το όνομα «Bulgari».

Η μικρή αγνοεί φυσικά εκείνη την περίοδο, ότι θα αργήσει να επιστρέψει στην Ελλάδα, όταν αναχωρεί οικογενειακώς το καλοκαίρι του 1936 για την Ιταλία και την Ρώμη. Εκεί όπου θα μεγαλώσει μέσα στους κόλπους της δυναστείας που ίδρυσε ο παππούς της Σωτήρης Βούλγαρης, χωρίς να θαμπωθεί ποτέ από την shinny λάμψη των κοσμημάτων του διάσημου οίκου. Ήταν η μόνη από όλα τα αδέρφια, ξαδέρφια, θείους και θείες στη οικογένεια που μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά, μέχρι την τελευταία μέρα της μυθιστορηματικής ζωής της. Μιας ζωής που εκτός από τις λαμπερές στιγμές, είχε και μια τρομακτική εμπειρία, όταν τον Νοέμβριο του 1983, η Άννα Βούλγαρη έπεσε θύμα απαγωγής, μαζί με τον γιο της. Οι τριάντα πέντε ημέρες ομηρίας της, κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες είναι ένα γεγονός που σφράγισε την ζωή της Ελληνίδας κληρονόμου, όσο και αν προσπάθησε να το «σβήσει» από το μυαλό της. Δεν την άφηναν το κομμένο αυτί του γιου της Τζόρτζιο, οι κραυγές πόνου, η κράτηση σε μια ανήλιαγη αγροκατοικία και η κακομεταχείρηση της ίδιας από τους μαφιόζους που την είχαν αλυσοδεμένη για ένα μήνα και πέντε ημέρες. Ήταν αυτές που δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό της….

Advertisement
Advertisement

Τα χρόνια της αθωότητας και ο γάμος

Μεγαλώνοντας στην Ρώμη η Άννα Βούλγαρη, ήταν 18 ετών όταν η Ιταλία βγήκε λαβωμένη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ζώντας μαζί με τους γονείς και τα άλλα τρία αδέρφια της σε ένα όμορφο σπίτι. Οι γονείς τους πρόσεχαν με την ίδια αγάπη αυτήν, την Μαρία, την Ξένια και τον Αλέξη, φροντίζοντας να μεγαλώσουν με αρχές και προσγειωμένοι στην πραγματικότητα, παρά την οικονομική άνεση που υπήρχε. Η ενασχόληση της με τον οίκο Bvlgari ήταν δεδομένη για την νεαρή τότε Άννα, που δούλεψε όπως και όλοι οι απόγονοι στον οικογενειακό όμιλο, ο οποίος γιγαντωνόταν σταδιακά εντός και εκτός Ιταλικών συνόρων. Ευτύχησε να γνωρίσει μυθικές προσωπικότητες σαν την Ελίζαμεπθ Τέιλορ-που λάτρεψε τα Bvlagari-και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, να είναι παρούσα σε μυθικά γκαλά μαζί με προσωπικότητες του διεθνούς jet set και απόλαυσε την ζωή της, ενδεδυμένη μια ιδιαίτερη αισθητική.

Η λεπτή φιγούρα της με τις chick ενδυματολογικές επιλογές, εθεάτο συχνά να απολαμβάνει έναν καφέ ή το μεσημεριανό της στο φημισμένο Cafe Greco της Via Dei Condotti. Απέναντι ακριβώς δεσπόζει η «ναυαρχίδα» του οίκου Bvlgari, το φημισμένο κατάστημα της Ρώμης, εκεί όπου στις προθήκες με το απαλό μπεζ χρώμα, αναπαύονται κοσμήματα συνολικής αξίας κάποιων εκατομμυρίων ευρώ. Ένα από αυτά που έπιασε στα χέρια της η Άννα Βούλγαρη, ήταν ένα διαμάντι εξήντα καρατίων, το οποίο δεν εκτέθηκε ποτέ, αλλά όπως γράφτηκε παρουσιάστηκε σε ορισμένους πολύ καλούς πελάτες του οίκου.

Advertisement

Ένας από αυτούς-φημολογείται ότι ήταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι-το αγόρασε πληρώνοντας άγνωστο τίμημα, αφού η Άννα Βούλγαρη που ήξερε ποιος ήταν δεν αποκάλυψε ποτέ ούτε την ταυτότητα του, ούτε το ποσό που δαπανήθηκε για το εκπληκτικό αυτό διαμάντι. Η γνωριμία της με τον στρατιωτικό Φρανσίσκο Καλλισόνι γέννησε ένα ειδύλλιο που κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας και έναν “άτυχο” γάμο μέσα από τον οποίο το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά. Μέχρι το 1983, όλα στην ζωή τους κυλούσαν ιδανικά, η Άννα δούλευε καθημερινά στον οίκο και τίποτε δεν φαινόταν ότι θα διαταράξει την ευτυχία της. Τίποτε, μέχρι εκείνο το βράδυ που επιστρέφοντας από ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής και shopping μαζί με τον γιο της Τζόρτζιο, όταν έφτασαν στην εξοχική κατοικία που διατηρούσε η οικογένεια έξω από την Ρώμη-σε μια έκταση είκοσι πέντε στρεμμάτων-επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία.

Οι Paezano από την Σαρδηνία

Advertisement

Μπαίνοντας στο σπίτι δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτε, όταν έπεσαν πάνω τους οι άνδρες που το είχαν καταλάβει, τρεις στο σύνολο τους, οι οποίοι για να περάσουν την είσοδο του κτήματος, δήλωσαν ότι είναι αστυνομικοί που κυνηγούν τρομοκράτες. Το ημερολόγιο έγραφε 19 Νοεμβρίου όταν η Άννα και ο 17χρονος γιος της απήχθησαν μπροστά στα μάτια του ανήμπορου να αντιδράσει-αφού ήταν δεμένος και φιμωμένος-συζύγου της και άλλων εννιά φίλων τους, οι οποίοι ήταν επίσης ακινητοποιημένοι. Οδηγούνται σε άγνωστη τοποθεσία, με δεμένα μάτια, οι απαγωγείς τους δένουν μαζί με χοντρές αλυσίδες μέσα στο δωμάτιο μιας αγροικίας και το μαρτύριο της ομηρίας τους αρχίζει.
Δύο από τους τρεις άντρες είναι Paesano-δηλαδή χωρικοί-από την Σαρδηνία, οι οποίοι εναλλάσσονται στις βάρδιες φύλαξης και φροντίζουν από την αρχή να δείξουν τις προθέσεις τους. Ουρλιάζουν στην Άννα και τον 17χρονο Τζόρτζιο, τους δίνουν ελάχιστη τροφή και χωρίς λόγο τους χτυπάνε σε καθημερινή βάση, προσέχοντας όμως να μην τους σημαδέψουν πολύ.

Η 56χρονη τότε Άννα βιώνει εφιαλτικές στιγμές μαζί με το παιδί της, κοιμούνται δεμένοι σαν τα ζώα στο πάτωμα, κρυώνουν και πεινάνε, όμως προσπαθούν να μην «σπάσουν» και να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια τους, απέναντι στους απαγωγείς τους. Η Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είναι μια χώρα στην οποία το «σπορ» της απαγωγής πλουσίων και ισχυρών ανθεί. Είναι η εύκολη λύση για γρήγορο σχετικά χρήμα, χωρίς μεγάλο ρίσκο και με εύκολη διαφυγή αν όλα πάνε καλά. Οι απαγωγείς επικοινωνούν με την οικογένεια και ζητάνε αρχικά δύο δισεκατομμύρια Ιταλικές λιρέτες, ένα ποσό που αντιστοιχεί σήμερα σε ένα εκατομμύριο ευρώ. Η οικογένεια σύμφωνα με τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας θέλει να δώσει τα χρήματα από την πρώτη στιγμή, αφού όλα τα μέλη της είναι ανάστατα από την αρπαγή της Άννας και του γιου της.

Το ποσό είναι τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής ενώ η αστυνομία που ψάχνει να βρει το σπίτι-καταφύγιο συνιστά ψυχραιμία και υπομονή. Δύο λέξεις που δεν υπάρχουν ως έννοιες στο λεξιλόγιο των απαγωγέων, οι οποίοι αγριεύουν όλο και πιο πολύ, όσο περνάνε οι μέρες και ικανοποιούνται οι απαιτήσεις τους. Όταν περνάει η διορία για την καταβολή των χρημάτων γίνονται έξαλλοι και αποφασίζουν να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε όλους για να καταλάβουν ότι μπορεί να είναι χωριάτες, αλλά δεν αστειεύονται.

Advertisement

Ο τρόμος και η λύτρωση

Όταν πήραν τον Τζόρτζιο με φωνές, η Άννα Βούλγαρη κατάλαβε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στο παιδί της, δεν μπορούσε όμως να φανταστεί τι θα ήταν αυτό. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Τζόρτζιο υπέμενε στωικά την ομηρία του, έχοντας χάσει όπως και η μητέρα του την αίσθηση του χρόνου μετά τις πρώτες μέρες της απαγωγής τους. Στο δωμάτιο που τον πήγαν τον έδεσαν σφιχτά και όταν κάποιος από τους απαγωγείς άρχισε να του δίνει γκράπα να πιει, διαισθάνθηκε ότι τα χειρότερα έρχονται, αφού οι δόσεις ήταν συνεχόμενες και ισχυρές.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, η γκράπα-αλκοολούχο ποτό σαν το δικά μας τσίπουρο-ήταν το μόνο αναισθητικό που είχαν στην διάθεσή τους οι απαγωγείς.

Το χρειάζονταν ώστε ο Τζόρτζιο να είναι αρκετά μεθυσμένος ώστε να μην ουρλιάξει πολύ, όταν θα του έκοβαν το αυτί, θέλοντας να στείλουν ένα μήνυμα στην οικογένεια και τις αρχές. Η Άννα άκουσε τις πνιχτές κραυγές του γιου της τον οποίο είχαν φιμώσει οι απαγωγείς και έζησε τα πιο εφιαλτικά λεπτά της ζωής της μέχρι να τον φέρουν σχεδόν λιπόθυμο και με γάζες στο βρώμικο και σκοτεινό δωμάτιο που τους κρατούσαν. Τα αίματα έτρεχαν από την δεξιά πλευρά του προσώπου του κι εκεί που κάποτε ήταν το αυτί του, τώρα υπήρχε ένας λευκός επίδεσμος και ματωμένες γάζες.

«Εκείνη την ημέρα έχασα δέκα χρόνια από την ζωή μου, όταν του έκοψαν το αυτί με ένα μαχαίρι» είπε χρόνια μετά σε μια τηλεοπτική της συνέντευξη. Οι ληστές άφησαν το αυτί σε έναν κάδο σκουπιδιών μαζί με μαι φωτογραφία και ένα λιτό σημείωμα που έλεγε ότι πλέον απαιτούσαν τέσσερα δισεκατομμύρια Ιταλικές λίρες, δηλάδή δύο εκατομμύρια σημερινά ευρώ! Ήδη είχαν συμπληρωθεί τριάντα τρεις ημέρες από την στιγμή που η κληρονόμος και ο γιος της είχαν απαχθεί και η οικογένεια Βούλγαρη τρομοκρατημένη πλέον, έστειλε την επόμενη μέρα τα χρήματα στο σημείο που είχαν πει οι ληστές να γίνει η παράδοση.

Λίγες ώρες μετά μητέρα και γιος αφέθηκαν ελεύθεροι σε ερημικό σημείο και μετά από αρκετό περπάτημα κατόρθωσαν να φτάσουν στο σπίτι κάποιων φίλων. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, 24 του Δεκέμβρη όταν χτύπησαν το κουδούνι τους, οι τελευταίοι ειδοποίησαν τις αρχές και σε λίγα λεπτά κατέφθασαν καραμπινιέροι και ασθενοφόρα που μετέφεραν την Άννα και τον Τζόρτζιο σε νοσοκομείο της Ρώμης.
Αμφότεροι ήταν πολύ ταλαιπωρημένοι, εμφανώς αδυνατισμένοι αλλά καλά στην υγεία τους, ενώ οι γιατροί κατάφεραν να διατηρήσουν το αυτί του νεαρού, ώστε να προχωρήσουν σε επέμβαση αποκατάστασης. Η λύτρωση είχε έρθει για την απόγονο του Σωτήρη Βούλγαρη, που χρειάστηκε κάποιο διάστημα για να επιστρέψει πάλι πίσω στην ζωή, τίποτε όμως δεν ήταν πια όπως παλιά.

Η ζωή μετά και η Παραμυθιά

Το 1984 η Άννα Βούλγαρη πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από την ενασχόλησή της στον οίκο Bvlgari και να απολαύσει μια πιο ήρεμη ζωή, κάτι που το είχε ανάγκη μετά την φριχτή εμπειρία της απαγωγής της. Χρόνια μετά είπε σε συνέντευξη της ότι «μια μέρα ξύπνησα και είπα «basta», δηλαδή φτάνει με την δουλειά», απόφαση για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ. Παρότι αδέρφια και ξαδέρφια προσπάθησαν να την μεταπείσουν η Άννα Βούλγαρη αποσύρθηκε οριστικά, δίνοντας πλέον το παρόν μόνο σε κάποια λαμπερά event του οίκου στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Πάντρεψε τα τρία παιδιά της και κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν ινκόγνιτο την Παραμυθιά Θεσπρωτίας, το χωριό απ’ όπου ο Σωτήρης Βούλγαρης ξεκίνησε μυθιστορηματική διαδρομή του.

Αυτή που γέννησε έναν από τους πλέον επιτυχημένους οίκους κοσμημάτων στον κόσμο, τις δημιουργίες του οποίου φόρεσαν σταρ όπως η Σάρον Στόουν και η Αντζελίνα Τζολί. Οι διακοπές της ήταν με σκάφος, συνήθως στα νησιά του Ιονίου που αγαπούσε πολύ, όπως την Κεφαλονιά, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τους Παξούς, χωρίς ποτέ να «φωνάζει» ποια είναι. Στην Παραμυθιά αισθανόταν πάντα ότι ήταν με δικούς της ανθρώπους, θεωρούσε ότι επέστρεφε στις ρίζες της και απολάμβανε τις κουβέντες με ηλικιωμένους ανθρώπους και νέα παιδιά.
Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σχολείο που έχτισαν οι Bvlgari στο χωριό απ’ όπου ξεκίνησαν όλα και την περαιτέρω αξιοποίηση του, βοηθώντας η ίδια προσωπικά το εγχείρημα. Όμως, όπως είχε εξομολογηθεί σε μια από τις λίγες τηλεοπτικές συνεντεύξεις της σε ελληνικό κανάλι, τα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν ήταν ευτυχισμένα. «Μου λείπει η παλιά μου ζωή, μου λείπει πολύ» είχε πει αυτή η γοητευτική γυναίκα με τα αρχαιοελληνικά χαρακτηριστικά, που λάτρεψε την ζωή στο μέγιστο βαθμό, αλλά πλέον ζούσε μόνη της σε μια πολύ μεγάλη κατοικία.

Τα παιδιά της είχαν παντρευτεί και ζούσαν πλέον μακριά της κάτι για το οποίο δεν τα κατέκρινε, όμως ένοιωθε μόνη έχοντας μπει πλέον στην ένατη δεκαετία της ζωής της. Στο μεγάλο της σπίτι, δεν ακούγονταν πλέον χαρούμενες φωνές και εκτός από την ίδια, υπήρχε μόνο μια οικονόμος για να την φροντίζει καθημερινά σε ότι χρειαζόταν. Έφυγε πλήρης ημερών στα ενενήντα τρία της χρόνια, ως η μοναδική κληρονόμος της δυναστείας Bvlgari που μιλούσε την ελληνική γλώσσα άπταιστα και όπως είχε πει: «Λάτρεψα την Ελλάδα, πάντα την λάτρευα».