Γιατί τα ηλεκτρικά μάς προκαλούν (κυριολεκτικά) ναυτία;
ΝΕΑ
Αισθάνεστε να ζαλίζεστε όταν επιβαίνετε σε ένα αμιγώς ηλεκτρικό όχημα; Δεν είναι ιδέα σας, συμβαίνει πράγματι όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, τα αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα προκαλούν ναυτία σε επιβάτες και αυτό έχει αποδειχτεί επιστημονικά, πλέον.
WHAT CAR
Όπως έγινε γνωστό από τους γιατρούς που ασχολήθηκαν με το θέμα, ο εγκέφαλός μας έχει συνηθίσει τον ήχο και τις δονήσεις που παράγει ένας θερμικός κινητήρας όταν λειτουργεί.
Σε ένα αμιγώς ηλεκτρικό μοντέλο ο ανθρώπινος οργανισμός δυσκολεύεται να προσαρμοστεί καθώς αυτά εκλείπουν εξ ορισμού. Έτσι, άτομα που αναφέρουν πως νιώθουν μεγαλύτερη τάση για ναυτία όταν επιβαίνουν σε ένα τέτοιο αυτοκίνητο δεν το φαντάζονται, ισχύει στην πράξη.

Όπως εξηγούν οι ειδικοί, πιθανώς να ευθύνονται η αναγεννητική πέδηση και η απουσία δονήσεων στα ηλεκτρικά. Μάλιστα, ορισμένοι θεωρούν ότι οι κατασκευαστές θα μπορούσαν να περιορίσουν την αίσθηση ναυτίας χρησιμοποιώντας αλλαγές στον εσωτερικό φωτισμό, ώστε να ενημερώνεται εγκαίρως ο εγκέφαλος του επιβάτη.
Τα ηλεκτρικά οχήματα είναι πιο ήσυχα, κινούνται πιο ομαλά και με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο συγκριτικά με αυτά που έχουν κινητήρα εσωτερικής καύσης. Αυτό είναι θετικό για τον οδηγό, όμως η εμπειρία για τους συνεπιβάτες του μπορεί να είναι διαφορετική.

Πλέον, έχουν αρχίσει να αυξάνονται οι αναρτήσεις χρηστών των κοινωνικών δικτύων οι οποίοι στον λογαριασμό τους αναρωτιούνται εάν είναι φυσιολογικό να αισθάνονται πιο έντονη ναυτία στο πίσω κάθισμα ενός αμιγώς ηλεκτροκίνητου μοντέλου σε σχέση με ένα με θερμικό.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Ουίλιαμ Έμοντ, υποψήφιος διδάκτορας που μελετά τη ναυτία, στη βρετανική εφημερίδα The Guardian οι επιβάτες δεν το φαντάζονται.
Οι άνθρωποι μπορεί να αισθανθούν ναυτία ακόμη και αν το όχημα δεν επιταχύνει έντονα, παρότι έχουν ταξιδέψει επί δεκαετίες με θερμικά οχήματα χωρίς πρόβλημα.

Όπως είπε ο Έμοντ, ένας λόγος που προκαλεί ζαλάδα στους επιβάτες μπορεί να είναι ο τρόπος που ο οδηγός χειρίζεται το ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Ένας άλλος είναι το γεγονός ότι ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει τα αντίστοιχα ηχητικά σήματα και τα εξωτερικά ερεθίσματα κατά τη μετακίνησή τους.
Ως γνωστόν, σε ένα ηλεκτροκίνητο όχημα η ροπή αποδίδεται άμεσα και το αυτοκίνητο επιταχύνεται εντονότερα συγκριτικά με ένα αντίστοιχο με θερμικό κινητήρα.
Το ίδιο ισχύει και με την ένταση της επιβράδυνσης με την αναγεννητική πέδηση, ιδίως όταν το όχημα διαθέτει σύστημα «one pedal».
Όταν ο οδηγός αφήνει το δεξί πεντάλ, το αυτοκίνητο επιβραδύνει αισθητά, απαιτώντας εξοικείωση και προσεκτικές κινήσεις από τον οδηγό ώστε να μην προκληθεί δυσφορία στους επιβάτες.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Έμοντ: «Η αυξημένη αίσθηση ναυτίας στα ηλεκτρικά μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας, τόσο ως οδηγός όσο και ως επιβάτης.
»Ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να εκτιμήσει σωστά τις δυνάμεις που αναπτύσσονται στο σώμα μας κατά την κίνηση, επειδή βασίζεται σε προηγούμενη γνώση από άλλα οχήματα. Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι νιώθουν άσχημα σε συνθήκες μηδενικής βαρύτητας, ακριβώς για αυτόν τον λόγο».

Τέλος, κάποιοι ειδικοί προτείνουν στις αυτοκινητοβιομηχανίες να ενσωματώσουν οπτικά σήματα στην καμπίνα των ηλεκτρικών μοντέλων τους, όπως αλλαγές στον εσωτερικό φωτισμό, για να βοηθούν τον εγκέφαλο να προβλέψει την επιτάχυνση ή επιβράδυνση και να μειώσει το φαινόμενο της ναυτίας.