Κίνα – Ρωσία: Μια συμμαχία που τρομάζει
MIRROR
Η οικονομική σύμπραξη μεταξύ Κίνας και Ρωσίας βαθαίνει ολοένα, ιδιαίτερα μετά τις δυτικές κυρώσεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Πώς, λοιπόν, μια τέτοια συμμαχία μπορεί να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία – Σε συναγερμό και οι Βρυξέλλες, οι οποίες προς το παρόν… συσκέπτονται εδώ και 5 χρόνια…
Η εμπορική αγάπη Κίνας, Ρωσίας σε αριθμούς, με το διμερές εμπόριο να έχει φτάσει έφτασε τα 250 δισ. δολάρια το 2024 (το 2022 άγγιξε τα 190 δισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 30% σε σχέση με το 2021), αυξημένο κατά πολύ, με την Κίνα να εξάγει στη Ρωσία τα πάντα – από αυτοκίνητα και μηχανήματα έως smartphones – και να εισάγει ρωσική ενέργεια αξίας δισεκατομμυρίων. Αυτή η «φιλία χωρίς όρια» έχει σοβαρές προεκτάσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου Κίνα και Ρωσία φαίνεται να συμπληρώνουν η μία την άλλη: η Κίνα προσφέρει οχήματα και τεχνολογία, ενώ η Ρωσία διαθέτει υπερπολίτιμες σήμερα -και κυρίως στα ηλεκτρικά- πλούσιες πρώτες ύλες.
Η κινεζική επέλαση στη ρωσική αγορά αυτοκινήτου
Μετά την αποχώρηση των δυτικών αυτοκινητοβιομηχανιών από τη Ρωσία το 2022, οι κινεζικές μάρκες κάλυψαν αστραπιαία το κενό. Πριν τον πόλεμο, τα κινεζικά αυτοκίνητα ήταν λιγότερο από 10% των πωλήσεων στη Ρωσία· μέχρι το τέλος του 2023 εκτοξεύθηκαν σε πάνω από 50%. Το 2024 η τάση αυτή παγιώθηκε: τους πρώτους 11 μήνες του έτους πουλήθηκαν 788.655 κινεζικά αυτοκίνητα στη Ρωσία, αριθμός που αντιστοιχεί σχεδόν στο 60% της αγοράς. Ετσι η Ρωσία αναδείχθηκε στον μεγαλύτερο εισαγωγέα κινεζικών αυτοκινήτων παγκοσμίως – μόνο το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 η Κίνα εξήγαγε στη Ρωσία 735.000 οχήματα (αξίας $9,4 δισ.), από μόλις $1,1 δισ. ένα χρόνο πριν.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε έρευνες, το 50% των Ρώσων δηλώνει πρόθυμο να αγοράσει κινεζικό αυτοκίνητο, ενώ μόνο 1 στους 10 το απορρίπτει κατηγορηματικά. Και ο ίδιος ο Πούτιν επαίνεσε τα κινεζικά αυτοκίνητα ως «καλύτερα και φθηνότερα» από των Ευρωπαίων.
Η αρχική ευφορία, ωστόσο, έδωσε τη θέση της σε ανησυχία στη Μόσχα. Οι ρωσικές αρχές, αν και χρειάζονται την κινεζική βοήθεια, φοβούνται μήπως η Ρωσία μετατραπεί σε «σκουπιδότοπο» για τα πλεονάζοντα κινεζικά οχήματα που δεν βρίσκουν πια ζήτηση στην Κίνα (ιδίως παλαιότερης τεχνολογίας βενζινοκίνητα). Έτσι, πήραν μέτρα: επέβαλαν υψηλότερους δασμούς και τέλη στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, πιέζοντας τους Κινέζους κατασκευαστές να επενδύσουν εντός Ρωσίας αντί να πλημμυρίζουν τη χώρα με φτηνές εισαγωγές. Τον Μάιο του 2024 ο Πούτιν κάλεσε ανοιχτά για συνεργασία στην παραγωγή αυτοκινήτων με την Κίνα, δείχνοντας ότι προτιμά κοινά εργοστάσια παρά αποκλειστικά κινεζικές εισαγωγές. Ήδη, ο επικεφαλής της ρωσικής Rostec αποκάλυψε ότι μια «μεγάλη κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία» εξετάζει το άνοιγμα μονάδας παραγωγής κοντά στη Μόσχα ή στη Σιβηρία – «είναι έτοιμοι να μας βοηθήσουν», είπε χαρακτηριστικά. Μια τέτοια εξέλιξη θα εμβαθύνει περαιτέρω τη Κινο-ρωσική σύμπραξη, επιτρέποντας στη Ρωσία να αναβιώσει την τοπική αυτοκινητοβιομηχανία της με κινεζική τεχνογνωσία.
Ο κρυμμένος θησαυρός στη διάθεση της Κίνας
Πίσω από την κινεζική υπεροχή στα ηλεκτρικά οχήματα κρύβεται ένα στρατηγικό πλεονέκτημα: ο έλεγχος των σπάνιων γαιών και άλλων κρίσιμων υλικών. Οι σπάνιες γαίες – όπως το νεοδύμιο και το δυσπρόσιο – είναι απαραίτητες για τους ισχυρούς μαγνήτες των ηλεκτροκινητήρων, αλλά και για πολλά άλλα προηγμένα τεχνολογικά προϊόντα. Η Κίνα κυριαρχεί απόλυτα σε αυτόν τον τομέα: παράγει περίπου 90% των σπάνιων γαιών παγκοσμίως και ελέγχει σχεδόν το 100% των “βαρέων” σπάνιων γαιών που είναι κρίσιμες για υβριδικά οχήματα. Επιπλέον, ελέγχει πάνω από 90% της παγκόσμιας επεξεργασίας και διύλισης αυτών των στοιχείων, έχοντας υλοποιήσει μια μακρόπνοη βιομηχανική στρατηγική που καλύπτει όλη την αλυσίδα αξίας – από την εξόρυξη έως την παραγωγή μαγνητών. Αυτό σημαίνει ότι η Δύση, και ειδικά η Ευρώπη, εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από κινεζικές προμήθειες για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις ανεμογεννήτριες και πολλές αμυντικές εφαρμογές.
Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ευρώπη, το 98-100% των σπάνιων γαιών εισάγεται από την Κίνα, δημιουργώντας μια επικίνδυνη μονοκαλλιέργεια προμηθειών.
Το «όπλο» των σπάνιων γαιών δεν είναι θεωρητικό – το Πεκίνο το έχει ήδη ενεργοποιήσει. Τον Απρίλιο 2025 η Κίνα επέβαλε νέους ελέγχους στις εξαγωγές μαγνητών και κραμάτων σπάνιων γαιών, παραλύοντας προσωρινά γραμμές παραγωγής ευρωπαϊκών αυτοκινήτων που ξέμειναν από κρίσιμα υλικά. Σύμφωνα με τη γερμανική ένωση προμηθευτών CLEPA, αρκετά ευρωπαϊκά εργοστάσια εξαρτημάτων αναγκάστηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία τους λόγω έλλειψης σπάνιων γαιών, ενώ μόλις 1 στις 4 αιτήσεις για κινεζικές εξαγωγικές άδειες εγκρινόταν.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, αναγνώρισαν πως η ΕΕ πρέπει να μειώσει αυτή την εξάρτηση και να βρει εναλλακτικές πηγές πρώτων υλών. Πράγματι, η ΕΕ θέσπισε τον Νόμο για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (CRMA) το 2024, θέτοντας στόχους να παράγει εντός Ευρώπης το 10% των αναγκών της σε τέτοια υλικά έως το 2030 και να μην βασίζεται πάνω από 65% σε μια μόνο χώρα. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των φιλόδοξων σχεδίων σκοντάφτει σε εμπόδια: η Ευρώπη δεν έχει ακόμη ενεργά ορυχεία σπάνιων γαιών, ενώ πρόσφατα ευρήματα – όπως το μεγάλο κοίτασμα στη Σουηδία – θα χρειαστούν μια δεκαετία για να αξιοποιηθούν.
Σε αυτό το σκηνικό λοιπόν μπαίνει και η Ρωσία. Η χώρα διαθέτει τα πέμπτα μεγαλύτερα αποθέματα σπάνιων γαιών παγκοσμίως (εκτιμώνται σε 3,8 – 28,7 εκατ. τόνους), όμως η παραγωγή της μέχρι τώρα είναι ασήμαντη – μόλις 1% της παγκόσμιας (περίπου 2.600 τόνοι ετησίως). Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική αξία, το Κρεμλίνο φιλοδοξεί να αυξήσει το μερίδιό του σε 10-12% της παγκόσμιας παραγωγής ως το 2030, αναπτύσσοντας ορυχεία στα κοιτάσματα στη Σιβηρία υπό την καθοδήγηση της Rosatom. Εφόσον η Κίνα παράσχει τεχνογνωσία και επενδύσεις για την αξιοποίηση αυτών των ρωσικών κοιτασμάτων, το δίδυμο Πεκίνο-Μόσχα μπορεί να ελέγξει από κοινού σχεδόν το σύνολο της παγκόσμιας προσφοράς σπάνιων γαιών. Ακόμα και άλλες κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως το νικέλιο (βασικό για μπαταρίες EV), όπου η Ρωσία είναι μεγάλος παραγωγός, θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν απρόσκοπτα την κινεζική βιομηχανία μπαταριών, ενισχύοντας περαιτέρω την αυτάρκεια του ανατολικού άξονα. Αντίθετα, η Ευρώπη – που έχει διακόψει τους δεσμούς με τη Ρωσία λόγω του πολέμου- θα βρεθεί σε ακόμα πιο δυσμενή θέση για την προμήθεια των απαραίτητων υλικών της ηλεκτροκίνησης.
Κυριαρχία της Κίνας στα ηλεκτρικά οχήματα
Η Κίνα δεν κυριαρχεί μόνο στις πρώτες ύλες, αλλά και στα τελικά προϊόντα της νέας εποχής: τα ηλεκτρικά οχήματα. Η χώρα έχει εξελιχθεί στην «επαρχία της ηλεκτροκίνησης», με δεκάδες εγχώριες εταιρείες EV (Electric Vehicles) και ευρεία κρατική υποστήριξη. Το 2024 οι εξαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων της Κίνας έφτασαν τα 44 δισ. δολάρια, αυξημένες κατά 10% ετησίως, καθιστώντας την τη μεγαλύτερη εξαγωγέα EV στον κόσμο. Στο πρώτο τετράμηνο του 2025, η Κίνα αντιπροσώπευε το 57,5% των παγκόσμιων πωλήσεων αμιγώς ηλεκτρικών (BEV) και σχεδόν το 70% των plug-in υβριδικών (PHEV) αφήνοντας κατά πολύ πίσω τόσο την Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ. Μοντέλα κινεζικών εταιρειών, όπως η BYD, η Wuling και η Geely, συγκαταλέγονται πλέον στα κορυφαία σε πωλήσεις παγκοσμίως. Σημειώστε πως πλέον η Ευρώπη έχει ήδη γίνει ο μεγαλύτερος προορισμός για εξαγωγές κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων σε αξία, γεγονός που έχει σημάνει συναγερμό στις Βρυξέλλες, οι οποίες προς το παρόν… συσκέπτονται εδώ και 5 χρόνια…
Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές αυτοκινήτων αντιμετωπίζουν πλέον μια διπλή πίεση: από τη μία, φθηνά αλλά προηγμένα ηλεκτρικά κινεζικά αυτοκίνητα κατακλύζουν την αγορά τους· από την άλλη, η έλλειψη πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες (υπό τον έλεγχο Κίνας/Ρωσίας) απειλεί την παραγωγή τους.
Για την Ευρώπη, ο ανερχόμενος άξονας Κίνας-Ρωσίας συνιστά στρατηγική απειλή στον πυρήνα της βιομηχανικής της ισχύος: την αυτοκινητοβιομηχανία. Ο ευρωπαϊκός κλάδος αυτοκινήτου – από τους μεγαλύτερους εργοδότες και εξαγωγείς – δοκιμάζεται σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα.
Για την Ευρώπη, αυτή η εξέλιξη είναι δίκοπο μαχαίρι: αφενός εντείνει τον ανταγωνισμό και την πίεση να καινοτομήσει, αφετέρου αποκαλύπτει επικίνδυνα κενά στην εφοδιαστική της αλυσίδα και στην ενεργειακή/πρώτων υλών αυτοδυναμία της.
Η «φιλία» Πεκίνου-Μόσχας μπορεί πράγματι να συγκλονίσει τον κόσμο της αυτοκίνησης, αναδιανέμοντας ρόλους και δύναμη. Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές και κυβερνήσεις καλούνται να αντιδράσουν αποφασιστικά – ενισχύοντας τις επενδύσεις, τις συνεργασίες και τις άμυνες τους – αν θέλουν να παραμείνουν πρωταγωνιστές στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται.